Στο ένα άκρο, βλέπεις ανθρώπους να θεωρούν τους «πράσινους» από χθες ικανούς, μέχρι και να… διεκδικήσουν το δαχτυλίδι από τους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς, στο άλλο γίνεται λόγος για μία πλήρη αξιοποίηση από πλευράς τους, μιας τραγικής βραδιάς της Τσεντεβίτα. Και η αλήθεια, ως συνήθως, κυμαίνεται κάπου στη μέση.
Από τους δύο ισχυρισμούς, προκύπτουν δύο βασικά ερωτήματα: Είναι «θαύμα» που ο Παναθηναϊκός κέρδισε με διαφορά 18 πόντων στην Κροατία; Επίσης, είναι τόσο σπουδαία ομάδα αυτή του Μίρσιτς, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να θεωρείται απόρροια μιας κακής της βραδιάς; Και στα δύο, οι απαντήσεις μάλλον γέρνουν προς το όχι.
Το συγκρότημα του Σάσα Τζόρτζεβιτς, μπορεί να μην έχει μια σταθερή πορεία και ίσως αρκετές φορές να δείχνει έλλειψη σαφούς προσανατολισμού στον τρόπο παιχνιδιού του, αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός πως έχει πολύ περισσότερο ταλέντο, από μια ομάδα πονηρή, με αρκετούς ελπιδοφόρους γηγενείς παίκτες και μερικούς χρήσιμους Αμερικανούς, με γνώση των ευρωπαϊκών παρκέ. Αυτή ήταν η αλήθεια της αναμέτρησης, πριν αυτή αρχίσει. Με λίγα λόγια, αυτό που έπρεπε να κάνει ο Παναθηναϊκός, ήταν να δείξει την ανωτερότητά του στο παρκέ, για το πρώτο «διπλό» στο Top-16. Για την ακρίβεια, να μην τη διαπραγματευτεί. Να κέρδιζε, δηλαδή, καθαρά και με σαφή διάθεση να «ισοπεδώσει» έναν κατώτερο αντίπαλο, και όχι κερδίζοντας στο «νήμα», όπως έκανε στις έδρες των Καρσίγιακα και Ζαλγκίρις στην πρώτη φάση. Όλο αυτό, το όφειλε περισσότερο στον εαυτό του. Να του αποδείξει, ότι έχει πραγματικά σημειώσει βελτίωση από την αρχή της σεζόν παρά τις «χτυπητές» αδυναμίες του (δεν εξαφανίστηκαν με την προχθεσινή εμφάνιση) και μπορεί να κοιτάζει αισιόδοξα τα ματς-προκλήσεις που έπονται, εντός κι εκτός ΟΑΚΑ.
Αυτή ήταν η αποστολή του. Και την εκτέλεσε υποδειγματικά. Με μια άμυνα που «τσάκιζε κόκκαλα» και ανάγκασε παίκτες, όπως ο Μπίλαν και ο Πούλεν να μοιάζουν με κάτι εντελώς διαφορετικό, από αυτό που παρουσίαζαν όταν η ομάδα τους θριάμβευε εις διπλούν κόντρα στην Εφές ή υπέτασσε νωρίτερα την Αρμάνι και τη Λαμποράλ. Όχι ότι πρόκειται για τους παίκτες παγκοσμίου βεληνεκούς, αλλά έχουν τις δικές τους προοπτικές και είναι τα σημεία αναφοράς για την ομάδα τους. Σε αυτή την άμυνα, κανείς δεν υστέρησε, ακόμη και ο Ραντούλιτσα που σε γενικές γραμμές ήταν θετικός. Θετικός στην άμυνα, γιατί στην επίθεση απλά έκανε επίδειξη του ταλέντου και της τεχνικής που διαθέτει, αποτελώντας μάλλον τον καλύτερο επιθετικό σέντερ της διοργάνωσης. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, βέβαια, υπάρχουν ακόμη όπως και για τον Κούζμιτς. Η κουβέντα για τον ψηλό με αθλητικές ικανότητες, ασφαλώς δεν πρέπει να σταματήσει με μία ολοκληρωμένη εμφάνιση.
Ο ακόμη ανέτοιμος αγωνιστικά Παππάς, παρεμπιπτόντως, δεν χρειάστηκε να αγωνιστεί πολύ, καθώς ο Καλάθης ήταν ιδανικός ενορχηστρωτής του «διπλού» και οι Διαμαντίδης, Φελντέιν Πάβλοβιτς, Γιάνκοβιτς, Γκιστ, Ραντούλιτσα, Κούζμιτς ακολούθησαν κάνοντας δουλειές που άλλοτε φαίνονται στη στατιστική, άλλοτε όχι, καθείς από το δικό του πόστο. Είναι, άλλωστε, αυτό που είπε ο ίδιος ο αρχηγός πριν λίγο καιρό: «Ο Καλάθης πάει μπροστά κι εμείς τον ακολουθούμε». Εννοείται πως δεν έγινε μέσα σε ένα απόγευμα ο ηγέτης που περιμένουν όλοι, αλλά φαίνεται η διαφορά στο πώς αγωνίζεται η ομάδα, όταν είναι αυτός καλά και όταν δεν είναι. Η μεγάλη επένδυση πάνω στο πρότζεκτ του, δε θα φανεί τόσο φέτος αν έχει αποτέλεσμα, καθώς υπάρχει ακόμη ο Διαμαντίδης. Η «γυμνή αλήθεια» θα μας αποκαλυφθεί την επόμενη σεζόν.
Εν ολίγοις, ο Παναθηναϊκός δεν έκανε τίποτα άλλο παρά το χρέος του στην Κροατία. Η διαφορά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες φετινές εκτός έδρας νίκες του, είναι ότι την έκανε με τρόπο εμφατικό. Είναι «βαρύ» να πούμε ότι θύμισε την ομάδα της εποχής Ομπράντοβιτς που «καθάριζε» από… τα αποδυτήρια τέτοια ματς, αλλά με τη σειρά της ήταν πειστική, μην αφήνοντας τον ενθουσιασμό του αντιπάλου και του κοινού του να μπουν ποτέ στην «εξίσωση». Η δουλειά του, ήταν να του «κόψει τον βήχα» από την αρχή. Την έκανε με τον πιο ορθολογικό τρόπο, όπως φάνηκε από τη συμπεριφορά του και στις δύο πλευρές του παρκέ, φανερώνοντας πως υπάρχει πιο ορατή από ποτέ η προοπτική της αντεπίθεσης. Το «εμπόδιο» αυτό, όμως, αποτελεί παρελθόν και τον προαναφερθέντα ισχυρισμό οφείλει να τον αποδείξει στα δύο συνεχόμενα ματς με τους κουμπάρους, υποδεχόμενος τόσο την Εφές του Ίβκοβιτς όσο και την Φενέρ του Ομπράντοβιτς.
Τι πεπρωμένο κι αυτό…
Ραφαήλ Αλαγάς