«Οι Έλληνες ήταν τέλειοι απέναντί μου,» δήλωσε ο Hall of Famer και εξέφρασε τον θαυμασμό του για το επίπεδο της προπονητικής στην Ευρώπη.
Ο Αμερικανός προπονητής θυμήθηκε για το πως πρωτοέμαθε σχετικά με το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού: «Έφυγα Παραμονή Χριστουγέννων του 2018 κι αν δεν υπήρχε ο Μπρετ Μπράουν δεν θα το είχα κάνει. Ο Μπρετ ήταν παίκτης μου στο Boston University και τον είχα ρωτήσει σε ένα podcast πώς κατέληξε να προπονεί στην Αυστραλία. Μου είπε “κόουτς, εγώ είπα στον πατέρα μου ότι πάντα ήθελα να πάω στην Αυστραλία και του ζήτησα να μου δανείσει κάποια χρήματα”. Γέμισε τη βαλίτσα του κι έφυγε, χωρίς να το ξέρει κανείς.
Όταν εγώ είχα την πρόταση, ο Κρις Ουάλας με κάλεσε και μου είπε ότι με θέλουν για προπονητή στον Παναθηναϊκό. Είπα, “Κρις, τι είναι αυτό;”. Μου είπε ότι είναι ομάδα της Euroleague και του ελληνικού πρωταθλήματος και πως θεωρείται σαν τους Σέλτικς της Ευρώπης. Στην αρχή είπα “μάλλον όχι”, αλλά το σκέφτηκα ξανά και είπα “ξέρεις κάτι; Αν ο Μπρετ Μπράουν το έκανε στα 24, μπορώ να το κάνω στα 65”.
Έτσι, έφυγα χωρίς να το γνωρίζει κανείς κι αυτό που αγάπησα είναι το μάθημα που πήρα ότι η προπονητική στην Ευρώπη είναι σε εξαιρετικό επίπεδο. Έμαθα πολλά. Είναι σαν τους Σαν Αντόνιο Σπερς, στα καλύτερά τους με το πώς κυκλοφορούν την μπάλα και πώς χρησιμοποιούν το high post.
Είναι το αντίθετο από τους Ρόκετς του Χάρντεν. Μπορείς να δεις έξι πάσες σε έξι δευτερόλεπτα, εξαιρετικό επιθετικό μπάσκετ και το να μαθαίνεις νέα πράγματα στα 65 σου, είναι σπουδαίο. Οι παίκτες ήταν εκπληκτικοί, ήταν μια υπέροχη εμπειρία. Πήγα στο Τελ Αβίβ, στην Κωνσταντινούπολη, στο Μιλάνο, στη Μαδρίτη, στη Λιθουανία, στη Μόσχα. Οι Έλληνες ήταν τέλειοι απέναντί μου».
Ο Πιτίνο ρωτήθηκε επίσης για τους «ζωντανούς θρύλους» του ΝΒΑ, Μάικλ Τζόρνταν και Λάρι Μπερντ. Ο Πιτίνο απάντησε: «Υπάρχουν δύο παίκτες που δεν ήθελες να τσαντίσεις και να τους νευριάσεις: ο Λάρι Μπερντ και ο Mάικλ Τζόρνταν. Δεν ήθελες να τους νευριάσεις γιατί εκείνοι θα επέστρεφαν και θα σε κυνηγούσαν».
ΑΠΕ - ΜΠΕ