Δευτέρα, 23 Ιούνιος 2014 07:24

«Τα καλύτερά μου χρόνια στη Μαύρη Θύελλα...», λέει ο Εμπε Χάγκαν στο "Notosport"

Γράφτηκε από τον

Η Εθνική ομάδα της Γκάνας έχει ενισχύσει αρκετά τη θέση της στο διεθνές ποδοσφαιρικό στερέωμα την τελευταία δεκαετία. Η συμμετοχή της στο φετινό μουντιάλ της Βραζιλίας είναι η τρίτη συνεχόμενη και σημαντικό ρόλο στην ανέλιξη των Αφρικάνων έπαιξε η Καλαματιανή γκανέζικη παροικία τη δεκαετία του ’90, ετοιμάζοντας το δρόμο για τους σημερινούς διεθνείς που τους ακολούθησαν.


Ο Εμπε Χάγκαν ήταν μαζί με το Σαμ Τζόνσον οι δύο πρώτοι Γκανέζοι που βρέθηκαν στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 1995, αποτελώντας την αφετηρία της συνεργασίας του Σταύρου Παπαδόπουλου με τον Σλάι Τέτε, έναν από τους ελάχιστους εκείνη την εποχή ποδοσφαιρικούς ατζέντηδες στην Γκάνα. Πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής ο Τέτε, ήταν εκείνος που άνοιξε στα ταλέντα της πατρίδας του την πόρτα προς την Ευρώπη, όπου μέχρι τότε αγωνίζονται εξαιρετικοί (Γιεμπόα, Αμπεντί Πελέ) αλλά ελάχιστοι συμπατριώτες του.  
Ο Χάγκαν που σήμερα, στα 38 του εργάζεται σαν προπονητής ακαδημιών, ούτε που φανταζόταν τι θα συναντούσε στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Καλαμάτα, όταν μπήκε στο αεροπλάνο για να έρθει στη χώρα μας. Για το νέο του προορισμό γνώριζε μόνο απ’ το σχολείο, όπου η πατρίδα μας κατείχε ξεχωριστή θέση στο μάθημα της ιστορίας, λόγω της βαριάς πολιτιστικής της κληρονομιάς. «Οταν φτάσαμε στην Καλαμάτα μαζί με τον Τζόνσον και είδαμε τόσο κόσμο, πραγματικά τρελαθήκαμε. Είχαν, μάλιστα και μία τεράστια γκανέζικη σημαία. Καταλάβαμε αμέσως ότι ήρθαμε για κάτι πολύ σπουδαίο και δεν έπρεπε να αποτύχουμε. Μέχρι τότε για την Ελλάδα δεν γνωρίζαμε πολλά, αλλά σαν χώρα ήταν ξακουστή στην Αφρική» θυμάται ο Εμπε που τους πρώτους μήνες δυσκολεύτηκε αρκετά να προσαρμοστεί: «Ο Κοκότοβιτς που ήταν τότε προπονητής δεν με εμπιστευόταν και τόσο, ενώ είχε προκύψει και ένα θέμα σχετικά με μένα. Να φανταστείς ταξίδεψα μέχρι το Λονδίνο για να με δει ειδικός γιατρός, επειδή στην Ελλάδα οι γιατροί πίστευαν ότι έχω κάποια καρδιακή πάθηση».
Σαν να μην έφθανε, λοιπόν, η έντονη νοσταλγία για την πατρίδα του, είχε να αντιμετωπίσει και τη δυσπιστία του προπονητή, που είχε επηρεαστεί από όλη αυτήν την ιστορία με την υγεία του.
Με την Πρωτοχρονιά του 1996 όλα αλλάζουν για τον Χάγκαν, καθώς ο Μπο Πέτερσον που αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία τον περιλαμβάνει μόνιμα στα πλάνα του, ενώ η έλευση των Ντούντου, Οφορίκουε τον βοηθά να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. «Το επίσης πολύ θετικό ήταν ότι πλέον είχα μάθει και κάποια βασικά πράγματα από την ελληνική γλώσσα. Μπορεί να μην ήξερα να γράφω και να διαβάζω αλλά μπορούσα πλέον να συνεννοηθώ κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Παράλληλα, εκείνη τη δύσκολη εποχή για μένα με βοήθησε πολύ η παρέα με ορισμένους συμπαίκτες μου όπως ο Κωστούλας, ο Τζούμπα, ο Σακελλαρόπουλος, ο Δρούγας και ο Δέδες» υποστηρίζει. Μέσα στους επόμενους μήνες εξελίσσεται σε βασικότατο γρανάζι της ενδεκάδας. Στο 4-4-2 που εισήγαγε ο Σουηδός έπαιζε με την ίδια ευχέρεια πλάγιο χαφ, κυρίως δεξιά αλλά αρκετές φορές και αριστερά, ενώ ήταν εξίσου χρήσιμος σαν περιφερειακός επιθετικός, λόγω της ταχύτητάς του και της εξαιρετικής τεχνικής του. Μπορεί τα κόλπα του Οφοίκουε με την μπάλα και τις ντρίπλες του πάνω στη γραμμή απέναντι σε δύο και τρεις αντιπάλους να μην τα έκανε, ωστόσο ήταν καθοριστική η βοήθειά του στο τομέα της δημιουργίας, ενώ σημείωσε και αρκετά κρίσιμα γκολ. «Η δεύτερη χρονιά ήταν ακόμα καλύτερη, γιατί είχαμε πλέον «δέσει» σαν ομάδα, είχαμε τον ίδιο προπονητή και ξέραμε πολύ καλύτερα τι ζητούσε από μας μέσα στο γήπεδο. Πετύχαμε σπουδαίες νίκες, ειδικά εκτός έδρας με σκορ που η Καλαμάτα δεν είχε κάνει ποτέ πριν στην ιστορία της. Εκείνη την εποχή έζησα τα καλύτερα χρόνια στην καριέρα μου γιατί και το περιβάλλον γύρω από την ομάδα ήταν εξίσου καλό. Η διοίκηση ήταν συνεπής οικονομικά, είχαμε άνετες εγκαταστάσεις για να κάνουμε τη δουλειά μας και τον κόσμο που γέμιζε το γήπεδο. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο παιχνίδι στην Α’ Εθνική με τον ΟΦΗ, γιατί δεν είχα ξαναζήσει τέτοια ατμόσφαιρα» λέει ο Εμπε Χάγκαν, όμως η επόμενη σεζόν θα κυλήσει εφιαλτικά για τον ίδιο και τους συμπαίκτες του: «Το καλοκαίρι μετά τη δεύτερη χρονιά έγιναν πάρα πολλές αλλαγές ποδοσφαιριστών, έφυγε και ο προπονητής και κάπου εκεί χάθηκε η... χημεία. Μία ομάδα με πολλούς νέους παίκτες χρειάζεται χρόνο μέχρι να ξαναγίνει όπως πριν. Δυστυχώς αυτήν την πίστωση χρόνου δεν την είχαμε, γιατί τα αποτελέσματα ήταν άσχημα από την αρχή και οι πολλές μεταγραφές τον Ιανουάριο έκαναν τα πράγματα ακόμα χειρότερα».
Στο τέλος της τρίτης συνεχόμενης σεζόν στην Α’ Εθνική η «Μαύρη Θύελλα» υποβιβάζεται και η ομάδα που πρωτόπαιξε στα μεγάλα σαλόνια σχεδόν... ξεριζώνεται. Η πρόταση του Ηρακλή έρχεται την τελευταία μέρα της μεταγραφικής περιόδου και γίνεται αποδεκτή. Στη Θεσσαλονίκη ο πρώην διεθνής Γκανέζος άσος θα ρίξει... άγκυρα, όπως λέει και ο ίδιος όχι μόνο ποδοσφαιρικά, αλλά και προσωπικά. Μετά από μία πενταετία στο «Καυταντζόγλειο» θα παίξει 1,5 χρόνο για τον ΠΑΟΚ, όπου όμως πέφτει σε μία πολύ δύσκολη περίοδο. Ενας σοβαρός τραυματισμός δεν θα του επιτρέψει να συνεχίσει να αγωνίζεται σε κορυφαίο επίπεδο, παίζει όμως με τον ΠΑΟΝΕ στη Γ’ Εθνική και σταματά το ποδόσφαιρο στα 33 του. Στον ίδιο σύλλογο πήρε και το... βάπτισμα του πυρός σαν προπονητής, κατέχοντας μάλιστα και δίπλωμα UEFA B’. Στο μεταξύ, στη Θεσσαλονίκη θα δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, θα παντρευτεί Ελληνίδα και την οικογενειακή τους ευτυχία θα συμπληρώσει λίγο αργότερα ο γιος τους.
Ο Εμπε Χάγκαν είναι σήμερα ο μοναδικός Γκανέζος από τους έντεκα συνολικά που φόρεσαν τη φανέλα της Καλαμάτας που κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα είναι πια δεύτερη πατρίδα μου, μία πολύ όμορφη χώρα και μετά από τόσα χρόνια έχω συνηθίσει εδώ. Βέβαια παλαιότερα ήταν καλύτερα για όλους μας, τώρα υπάρχει αρκετός κόσμος που αντιμετωπίζει προβλήματα με την οικονομική κρίση. Η Θεσσαλονίκη και η Καλαμάτα είναι δύο πανέμορφες πόλεις που προσφέρουν μία ήσυχη οικογενειακή ζωή. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ το μέλλον το δικό μου και της οικογένειάς μου κάπου αλλού» αναφέρει και προσθέτει πως ούτε μία φορά όλα αυτά τα χρόνια δεν βρέθηκε στο επίκεντρο ρατσιστικών συμπεριφορών: «Ποτέ δεν με έκαναν να αισθανθώ άσχημα με κάποιο ρατσιστικό σχόλιο. Η αλήθεια είναι πως τους πρώτους μήνες τα περίεργα βλέμματα πάνω μας ήταν συχνά αλλά όπως μου εξήγησε ο Ρακιτζής που ήταν τότε στο τεχνικό τιμ, αυτό γινόταν επειδή στην Καλαμάτα ο κόσμος δεν είχε συνηθίσει να βλέπει ανθρώπους με σκούρο δέρμα. Το αντίστοιχο συνέβαινε, άλλωστε και στην Γκάνα, άλλωστε, όταν την επισκέπτονταν Ευρωπαίοι, οπότε δεν ήταν κάτι ενοχλητικό».
Στην Καλαμάτα έχει να βρεθεί αρκετά χρόνια. «Την τελευταία φορά πρέπει να ήταν τα Χριστούγεννα του 2000, όταν είχα έρθει να δω τα άλλα παιδιά από την Γκάνα που ήταν τότε στην ομάδα, τον Ντέρεκ, το Σάμπσον και τον Μπαφούρ. Από τότε δεν έτυχε, οι επαγγελματικές μου υποχρεώσεις δεν το επέτρεπαν. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πω όχι σε μία πρόταση τα επόμενα, όταν η «Μαύρη Θύελλα» ήταν στη Β’ Εθνική αλλά δεν ήρθε ποτέ. Η Καλαμάτα θα είναι για πάντα στην καρδιά μου κι αυτό δεν ισχύει μόνο για μένα αλλά για όλους τους Γκανέζους που έπαιξαν ποδόσφαιρο εκεί».
Ο ίδιος είχε την τύχη να εκπροσωπήσει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, ποτέ όμως σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, όπως οι σημερινοί συμπατριώτες του ποδοσφαιριστές. «Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει αρκετά, ειδικά στην Αφρική. Η επιτυχία της σημερινής γενιάς έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή νοοτροπία που έχουν αποκτήσει οι σημερινοί διεθνείς από την Γκάνα. Ανήκουν όλοι τους από πολύ μικρή ηλικία σε ευρωπαϊκές ομάδες κι έχουν μάθει να παίζουν για το σύνολο, κάτι που δεν ίσχυε τόσο τη δική μου εποχή» τονίζει και με την στέλνει το δικό του μήνυμα στο φίλαθλο κόσμο της Μεσσηνίας και τους πρώην συμπαίκτες του που μένουν μόνιμα εδώ: «Υπάρχουν πάντα στη σκέψη μου και τους χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ γιατί χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα τα είχα καταφέρει. Μακάρι κάποια στιγμή να τα ξαναπούμε».







ΠΟΥ ΒΡΊΣΚΟΝΤΑΙ
ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ

ΤΖΟΝΣΟΝ: Είναι προπονητής στη Χαρτς, ένα από τους μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά κλαμπ στην Γκάνα.

ΝΤΟΥΝΤΟΥ: Ο Αφο Ντούντου ζει στην Γκάνα και είναι ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείο, έχοντας ξεκόψει από το ποδόσφαιρο.

ΟΦΟΡΙΚΟΥΕ: Μόνιμος κάτοικος Γκάνας, ασχολείται πλέον με τις επιχειρήσεις της οικογένειάς του, χωρίς να έχει αποφασίσει να σταματήσει την μπάλα. Εκεί, πάντως, δεν παίζει.

ΜΠΟΑΤΕΝΓΚ: Ο Ντέρεκ Μπόατενγκ ήταν μία από τις πρώτες φετινές μεταγραφές της Ράγιο Βαγεκάνο και τη νέα σεζόν θα αγωνίζεται στην Πριμέρα Ντιβιζιόν.

ΣΑΜΠΣΟΝ: Ζει μόνιμα στη Σουηδία και ακολουθεί καριέρα προπονητή. Πέρυσι ήταν τεχνικός υπεύθυνος στην ομάδα νέων της Ασιρίσκα, φέτος έχει την επίβλεψη της γυναικείας ομάδας του συλλόγου.

ΜΠΑΦΟΥΡ: Εχει γυρίσει στην Γκάνα και ασχολείται με το ξενοδοχείο που ανήκει στον αδελφό του.

ΜΠΑΤΣΙΟΣ: Διαμένει μόνιμα στη Σουηδία όπου και εργάζεται, μαζί με την οικογένειά του.

ΜΠΕΝΤΙΛ: Μένει μίνιμα στις ΗΠΑ χωρίς να έχει τα τελευταία χρόνια κάποια ιδιαίτερη σχέση με το ποδόσφαιρο.

ΑΝΤΟ: Είναι στο τεχνικό τιμ της Εθνικής ομάδας της Γκάνας, υπέυθυνος για την εκγύμναση των τερματοφυλάκων.

ΦΡΙΜΠΟΝΓΚ: Ο... βενιαμίν της γκανέζικης παροικίας στην Καλαμάτα κάνει τα πρώτα του βήματα στην προπονητική στις ΗΠΑ, δουλεύοντας για την ώρα σε ακαδημίες ποδοσφαίρου