Η Ελλάδα, καταγράφεται και χαρακτηρίζεται από την Ιστορία, όπως έχει σημειώσει χαρακτηριστικά η ισπανική εφημερίδα El Pais, σε αναφορά της στις μοναδικές εκείνες στιγμές, ως «η πιο ανυποψίαστη και απροσδόκητη πρωταθλήτρια του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος», βιώνοντας 23 ημέρες έκστασης το 2004. Από την πρώτη έως την τελευταία.
Από τον εναρκτήριο αγώνα ενάντια στην οικοδέσποινα Πορτογαλία (2-1), έως στον τελικό στις 4 Ιουλίου ενάντια στην ίδια αντίπαλο (1-0).
Στην πορεία, ισοπαλία εναντίον της Ισπανίας (1-1), ήττα από την Ρωσία (2-1) και δύο νίκες στους προημιτελικούς και ημιτελικούς εναντίον της Γαλλίας, (1-0) και της Τσεχίας (1-0). Πρωταθλήτρια Ευρώπης με επτά γκολ υπέρ και τέσσερα κατά.
Μέχρι τότε, η εθνική μας εμφανίστηκε μόλις σε δύο μεγάλες διοργανώσεις: ένα Παγκόσμιο Κύπελλο (1998) και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (1980). Και σε αμφότερες, αποκλείσθηκε στον πρώτο γύρο.
Η δυναμική του επιτεύγματος κατέρρευσε στις τελικές φάσεις των επόμενων τεσσάρων μεγάλων τουρνουά: δύο Euro (2008 και 2012) και δύο Παγκόσμια Κύπελλα (2010 και 2014).
«Δύο άνδρες αποτέλεσαν σημείο αναφοράς αυτής της τεράστιας ομάδας: ο προπονητής, Οτο Ρεχάγκελ, και ο επιθετικός, Άγγελος Χαριστέας, ο οποίος σημείωσε τρία γκολ, συμπεριλαμβανομένου αυτού στον τελικό», ανέφερε η ισπανική εφημερίδα.
Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί το 2001, όταν ήταν ήδη 63 ετών, ότι ο Γερμανός προπονητής θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στον «Όλυμπο» για να κερδίσει το Euro και στη συνέχεια να προκριθεί σε ένα άλλο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Ήταν αδιανόητο, ανεξάρτητα από τις επαναλαμβανόμενες επιτυχίες του στα σχεδόν 30 χρόνια εμπειρίας του στη Bundesliga (δύο πρωταθλήματα με την Βέρντερ Βρέμης και ένα με τον Καϊζερσλάουερν).
Παρέμεινε κοντά μας, στον πάγκο της εθνικής για εννέα χρόνια: 106 παιχνίδια με το 50% των νικών (53) με 23 ισοπαλίες και 30 ήττες. Είναι ακόμα ο μόνος προπονητής που έχει κερδίσει την διοργάνωση χωρίς να γεννηθεί στη συγκεκριμένη χώρα.
Ο Ρεχάγκελ, γνωστός ως... σκληρός προπονητής και αφοσιωμένος σε εμμονές με τακτικές, μετέτρεψε άγνωστους ποδοσφαιριστές σε «στρατό».
Η βάση της ομάδας ήταν 15 παίκτες που έπαιζαν σε ελληνικούς συλλόγους μαζί με τους υπόλοιπους από τους 23 που επιλέχθηκαν από τους «μετανάστες» που έπαιζαν στην Ιταλία (τρεις), την Αγγλία (δύο), την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γερμανία (ένας).
Ένα τέλειο μείγμα. Σκληροί παίκτες, εννέα ήδη στα τριάντα τους, που έπαιξαν κάθε παιχνίδι σαν να ήταν το τελευταίο τους. Ισχυρή άμυνα, ανίκητοι στον αέρα και με πρακτική στις αντεπιθέσεις. «Μπορείς να διαφωνήσεις με το στιβαρό και αμυντικό του στυλ, αλλά όχι με το μεγαλείο του θριάμβου του», παρατήρησε η El Pais.
Ο άνθρωπος-γκολ, βρήκε απάντηση στο όνομα του Άγγελου Χαριστέα. Ήρθε στην Πορτογαλία σε ηλικία 24 ετών. Έπαιζε ήδη για την Βέρντερ και χάρη στη φήμη που πέτυχε στο Euro 2004, δημιούργησε μια μακρά επαγγελματική καριέρα που έληξε το 2013 στη Σαουδική Αραβία αφού πέρασε από Αγιαξ, Φέγενορντ, Νυρεμβέργη, Λεβερκούζεν, Αρ Αβινιόν, Σάλκε και Παναιτωλικό. Στην εθνική, έφθασε τα 88 παιχνίδια και τα 25 γκολ.
Για την πιο σημαντική ημέρα της ζωής του, διατηρεί αξέχαστες αναμνήσεις: «Ορισμένα όνειρα τα κρατάς για τον εαυτό σου και δεν μιλάς ποτέ γι' αυτά. Το όνειρό μου όταν άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο ήταν να πετύχω γκολ σε έναν τελικό Euro, γιατί το πρώτο παιχνίδι που είδα στην τηλεόραση ήταν ο τελικός του 1988, με το γκολ του Βαν Μπέστεν».
Ήταν οκτώ ετών κι έχει μόνο μία εξήγηση για το μυστικό αυτής της επιλογής. «Ήμασταν μια οικογένεια. Βάζαμε το συλλογικό μπροστά από το άτομο. Ο καθένας έπαιξε για τη χώρα, για την ομάδα, όχι για τον εαυτό του. Όλοι σεβόμαστε και αγαπήσαμε αυτό που κάναμε. Είχαμε έναν προπονητή με πολύ καλή φιλοσοφία και μας οργάνωσε πολύ καλά. Αν βάλεις όλα αυτά τα κομμάτια μαζί, είναι μια συνταγή να είσαι πρωταθλητής».
ΑΠΕ - ΜΠΕ