Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου 2013 00:31

Σαν... αληθινό παραμύθι η αθλητική ιστορία του Γιάννη Ηλιάδη

Γράφτηκε από τον

Οι άνθρωποι του αθλητισμού στη Μεσσηνία δεν είναι λίγοι και ο καθένας τους έχει διαγράψει τη δική του πορεία στο χώρο των σπορ, όμως η περίπτωση του Γιάννη Ηλιάδη παραμένει μοναδική. Από τα χέρια του συνταξιούχου, σήμερα, εκπαιδευτικού (είναι απόφοιτος της Γυμναστικής Ακαδημίας) έχουν περάσει τρεις ολόκληρες γενιές μαθητών, σχεδόν η μισή Καλαμάτα, αρκετοί εκ των οποίων τον είχαν παράλληλα προπονητή σε συλλόγους ποδοσφαίρου, μπάσκετ αλλά και βόλεϊ!

(Στη φωτογραφία διακρίνονται από αριστερά οι Δημήτρης Σπεντζόπουλο, Γιάννης Ηλιάδης, Αλέκο Δέδες, Νικήτας Παπανικολόπουλος και Μανώλης Θεοδώρου, στο καθιερωμένο ματς των παλαιμάχων Καλαμάτα και Παναθηναϊκού στις 2 Φεβρουαρίου του 2012)

 

Του Σωτήρη Παρτσαλά


Για τον Γιάννη Ηλιάδη που τα τελευταία χρόνια είναι σχολιαστής στην τηλεόραση, έχοντας θητεύσει και στα τρία τηλεοπτικά κανάλια του νομού, ο αθλητισμός δεν είχε όρια. Παρ’ ότι ξεκίνησε με στίβο, όπου έκανε στις κούρσες ταχύτητας ορισμένους από τους καλύτερους χρόνους για την ηλικία του σε 100, 200 και 400 μέτρα, πολύ σύντομα τον κέρδισε το ποδόσφαιρο. Πρωτόπαιξε στην Εράνη Φιλιατρών, την ομάδα της πόλης που γεννήθηκε και μεγάλωσε. 
Σαν διαιτητή τον θυμούνται ελάχιστοι, γιατί τα παράτησε γρήγορα. Στη θρυλική «Μαύρη Θύελλα» του Λυκούργου Γαϊτανάρου ήταν για τρία ολόκληρα χρόνια γυμναστής και προπονητής, έχοντας μάλιστα πολύ μεγάλη συμμετοχή στη δεύτερη άνοδο που επισφραγίστηκε στο μπαράζ του Αγρινίου με τον Ατρόμητο.
Ακολουθούν οι σημαντικές δουλειές σε Εράνη, Μιλτιάδη, Εθνικό Μελιγαλά, Πάμισο και Μεσσηνιακό, με τους οποίους κέρδισε ανόδους και ανέδειξε σπουδαίους ποδοσφαιριστές που έφτασαν μέχρι την Α’ Εθνική, όπως ο Μήτσος Μαυρίκης, ο Χρήστος Πλάγος και ο Νίκος Λυμπερόπουλος, αλλά και ορισμένους άλλους που λατρεύτηκαν από τους Μεσσήνιους φιλάθλους όπως ο «βασιλιάς» Αρης Πετρίχος.
Ταυτόχρονα, όμως, έβρισκε το χρόνο να προπονεί μαθητές του στο μπάσκετ και το βόλεϊ. Επί των ημερών του μπήκαν στην ουσία οι βάσεις για την ανάπτυξη αυτών των δύο αθλημάτων στην Καλαμάτα.
Η αθλητική ιστορία του Γιάννη Ηλιάδη δεν διαφέρει καθόλου από ένα πανέμορφο παραμύθι, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με κάτι πέρα για πέρα αληθινό. Οι πτυχές της αλλά και τα περιστατικά είναι τόσα πολλά που θα μπορούσαμε να μιλάμε μέρες ολόκληρες μαζί του και να γεμίζουμε εφημερίδες για πολλούς μήνες...
Πέρα από το κουβάρι των προσωπικών του αναμνήσεων, ο Γιάννης Ηλιάδης δίνει σήμερα την απάντηση σε πολλά ερωτήματα που έχουν μείνει αναπάντητα εδώ και χρόνια, όπως το back round της κόντρα του Αγγελου Σκαφιδά με το Νίκο Αλέφαντο κι εξηγεί γιατί τη σημερινή εποχή ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο έχουν αρχίσει να ξεφτίζουν στα μάτια όλων.
Ολα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60 στα Φιλιατρά, όταν ανακάλυψε στο δημοτικό σχολείο ότι η φύση τον έχει προικίσει με το χάρισμα της ταχύτητας. Σε επίσημους μαθητικούς αγώνες κάνει τα 100 μέτρα σε 11.03! Με τέτοια επίδοση βρίσκει γρήγορα θέση στην ενδεκάδα της Εράνης, αλλά τελειώνοντας το Λύκειο αποφασίζει να σπουδάσει στη Γυμναστική Ακαδημία.
Παράλληλα με τα πρώτα έτη των σπουδών του, θα βρεθεί σαν έφεδρος αξιωματικός στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε δελτίο με την ομάδα στίβου του ΠΑΟΚ και έτρεξε σε διασυλλογικούς αγώνες σημειώνοντας εξαιρετικές για την εποχή επιδόσεις. «Με τον ΠΑΟΚ έτρεξα τα 200 σε 23.02, κάνοντας τον καλύτερο χρόνο εκείνης της χρονιάς, αλλά και τα 400 σε 52.23. Θα μπορούσα να κάνω καριέρα στο στίβο, αλλά οι εποχές τότε ήταν τελείως διαφορετικές, καθώς οι αθλητές ήταν ερασιτέχνες και δεν είχαν οικονομικές απολαβές.
Παράλληλα, εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολο να συνδυάσεις τη δουλειά με κάτι που να σε ευχαριστεί και για μένα ήταν ευτυχές να καταφέρω να σπουδάσω πάνω στον αθλητισμό, τον οποίο αγάπησα από πολύ μικρός. Παραμένω από τους ρομαντικούς του χώρου και ποτέ δεν κοίταξα να αναδειχθώ μέσω αυτού. Αυτή είναι, μάλιστα, η πρώτη φορά που μιλάω δημόσια για τόσα πολλά πράγματα» μας είπε αρχικά ο Γιάννης Ηλιάδης.
Πρωτοδιορίζεται στα Φιλιατρά, αλλά σύντομα παίρνει μετάθεση για την Καλαμάτα και το 1ο Λύκειο. Εχοντας, μάλιστα, αποφοιτήσει και από τη σχολή διαιτητών στην Αθήνα, σφυρίζει αγώνες του Τοπικού Μεσσηνίας, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει ότι ο χώρος δεν τον σηκώνει. Εκείνη την εποχή η «Μαύρη Θύελλα» παίρνει προπονητή τον Ζέκοβιτς που ψάχνει έναν καλό γυμναστή και τον βρίσκει στο πρόσωπο του σημερινού μας φιλοξενούμενου.
«Κατάλαβα γρήγορα ότι η διαιτησία δεν μου πήγαινε, γιατί δεν μπορούσα με τίποτα να ανεχθώ να με βρίζουν, κάποιες φορές ακόμα και μαθητές μου κι έκρινα ότι έπρεπε να σταματήσω. Δέχθηκα με χαρά την πρόταση της Καλαμάτας και δίπλα στον Ζέκοβιτς άνοιξαν οι ποδοσφαιρικοί μου ορίζοντες. Εχω γνωρίσει αρκετούς προπονητές ποδοσφαίρου, όμως τέτοιο πράγμα δεν το ξανασυνάντησα πουθενά. Ηταν μία αυθεντία πάνω στο κομμάτι της προπονητικής, έφερε από την πατρίδα του μεθόδους και στρατηγικές άγνωστες στην Ελλάδα και θα αναφέρω μόνο ότι επί οκτώ μήνες δεν κάναμε ποτέ το ίδιο πρόγραμμα προπόνησης. Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να οδηγήσει μία ομάδα με πάρα πολλούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές και η άνοδος στην Α’ Εθνική δεν ήρθε τυχαία. Δεν ξέρω γιατί έφυγε ο Ζέκοβιτς. Εχω την εντύπωση πως αν έμενε η Καλαμάτα δεν θα υποβιβαζόταν την επόμενη χρονιά. Ο Πέτροβιτς που ήρθε στη θέση του δεν είχε προπονητικά καμία σχέση μαζί του και η «Μαύρη Θύελλα» επέστρεψε μετά από ένα χρόνο στη Β’ Εθνική» θυμάται ο πολύπειρος γυμναστής που όχι μόνο έμεινε ακλόνητος στο πόστο του μετά τον υποβιβασμό αλλά του έλαχε κιόλας μέσα στη σεζόν να περάσει πρώτος προπονητής για πολλά παιχνίδια: «Η επόμενη χρονιά ξεκίνησε με τον Παπουλίδη στον πάγκο κι εμένα δίπλα του. Στόχος ήταν από την αρχή η άνοδος, όμως η ομάδα ενώ ξεκίνησε καλά άρχισε προς το τέλος του πρώτου γύρου να χάνει την επαφή της με την κορυφή. Μάλιστα μετά τη βαριά ήττα με 4-0 στη Χαλκίδα η διοίκηση αποφασίζει να... τελειώσει τον Παπουλίδη κι έτσι έμεινα μόνος μου στον πάγκο, μέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης. Ο Λυκούργος Γαϊτανάρος προσπάθησε να κλείσει τον Αλέφαντο που ήταν ήδη όνομα τότε, έχοντας δουλέψει στη μεγάλη Δόξα Δράμας, αλλά η απάντηση πήγαινε από αναβολή σε αναβολή. Πλησιάζοντας στα μέσα του δεύτερου γύρου κι ενώ βαδίζαμε από νίκη σε νίκη, ακολουθούσαν τρία συνεχόμενα δύσκολα ματς, τα οποία θα έκριναν και την άνοδο. Ο Αλέφαντος περίμενε γιατί δεν ήθελε να χρεωθεί τυχόν αποτυχία μέχρι που εμφανίστηκε στην Καρδίτσα. Εκείνο το ματς με την Αναγέννηση ήταν ένα τεράστιο ντέρμπι, καθώς αν χάναμε μέναμε πολύ πίσω και οι ελπίδες μας για την άνοδο θα εξαφανίζονταν. Θυμάμαι ότι φτάνοντας στο γήπεδο και μπαίνοντας στα αποδυτήρια ένας ψηλός σέντερ μπακ των αντιπάλων έπιασε από τα μαλλιά το Ραούλ Βάλιαν και τον σήκωσε στον αέρα. Η... απάντηση του Αργεντίνου ήταν μία γροθιά στο μάτι κι αμέσως ο χώρος έγινε αρένα με τους ποδοσφαιριστές να δέρνονται για μισή ώρα περίπου!
Λίγο πριν ξεκινήσει ο αγώνας εμφανίστηκαν στα κάγκελα ο Γαϊτανάρος και ο Αλέφαντος και ο πρόεδρος με ρώτησε αν θα είχα πρόβλημα να καθίσει στον πάγκο ο δεύτερος, επειδή το ματς ήταν πολύ σημαντικό. Απάντησα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα, αλλά αν εκείνος καθόταν στον πάγκο εγώ θα έπρεπε να βγω έξω. Μόλις το άκουσαν οι ποδοσφαιριστές δεν δέχονταν με τίποτα. Μάλιστα ο Αγγελος Σκαφιδάς που ήταν και ο αρχηγός πλησίασε το Γαϊτανάρο και του είπε ότι αν ήθελε ο Αλέφαντος να αναλάβει θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα ώστε να έχει προετοιμάσει και την ομάδα. Τελικά έμεινα εγώ στον πάγκο και νικήσαμε 1-0 σε ένα κατάμεστο γήπεδο και μπροστά σε ένα φανατικό κοινό. Χάρη στη νίκη αυτή, μάλιστα, πιάσαμε την Αναγέννηση στη δεύτερη θέση και την προσπεράσαμε στη συνέχεια».
Εκείνη η νίκη αλλά και τα υπόλοιπα καλά αποτελέσματα θα ισχυροποιήσουν τη θέση του στον πάγκο. Μάλιστα θα τολμήσει και ο ίδιος ορισμένες αλλαγές που θα δώσουν ώθηση στη «Μαύρη Θύελλα». Αφήνει έξω τον Καντίχεβιτς, επαναφέροντας κάτω από τα δοκάρια των Λαγογιάννη επειδή ο Αργεντίνος, που ήταν ένας εξαιρετικός τερματοφύλακας, είχε πρόβλημα με τα ξερά γήπεδα και υστερούσε στα χαμηλά σουτ. Ταυτόχρονα διακρίνει το μεγάλο ταλέντο του Μάραντου και τον μονιμοποιεί στην ενδεκάδα, όπου επί Παπουλίδη δεν χωρούσε, γιατί έπαιζε στην ίδια θέση με τον Σκαφιδά.
Παρά τη στήριξη των ποδοσφαιριστών και την επιτυχημένη πορεία, ο Γιάννης Ηλιάδης θα αποχωρήσει από τη θέση του πρώτου προπονητή λίγες εβδομάδες αργότερα, έπειτα από την ισοπαλία (0-0) στην Καλλιθέα, σε ένα ματς που παρακολούθησαν περισσότεροι από 15.000 φίλαθλοι, στην πλειοψηφία τους Μεσσήνιοι! «Σ’ εκείνο το παιχνίδι χρειαζόμασταν τη νίκη αλλά δεν τα καταφέραμε. Σίγουρα την αξίζαμε, όμως ο Βάλιαν ήταν πολύ άτυχος. Τουλάχιστον δύο φορές είχε περάσει και τον τερματοφύλακα αλλά η μπάλα δεν έμπαινε μέσα με τίποτα. Περίπου δέκα λεπτά πριν από τη λήξη αποφασίζω να τον αλλάξω, μία απόφαση που δεν άρεσε καθόλου στον κόσμο, ο οποίος άρχισε να με βρίζει εν χορώ. Ο νεαρός τότε Βασίλης Γεωργόπουλος που μπήκε στη θέση του στη δεύτερη επαφή με την μπάλα πιάνει ένα φοβερό σουτ από 30 μέτρα και τη στέλνει στο δοκάρι. Αν είχε μπει, θα ήταν το γκολ της χρονιάς αλλά το παιχνίδι τελείωσε ισόπαλο και την επόμενη μέρα υπέβαλα την παραίτησή μου στη διοίκηση. Ηταν πολύ άσχημο για μένα και για τη θέση που είχα στο σχολείο να με βρίζει ο κόσμος. Ο Σταύρος Παπαδόπουλος έστειλε τότε προπονητή τον Ανδρέου, παλαιό παίκτη του Παναθηναϊκού που δούλευε γι’ αυτόν στην Αμερική και κάθισε στον πάγκο στα 6 τελευταία ματς, Ακολούθησε το μπαράζ με τον Ατρόμητο, νικήσαμε 1-0 με το γκολ του Εσπινόζα και κερδίσαμε μία ιστορική άνοδο. Εγώ συνέχισα σαν γυμναστής μέχρι το τέλος της σεζόν, αλλά έχοντας ήδη προαποφασίσει να αποχωρήσω το καλοκαίρι, καθώς είχα κουραστεί πολύ και τα ταξίδια μου αφαιρούσαν αρκετή ενέργεια από τα καθήκοντά μου σαν γυμναστή στο σχολείο».
Μένοντας τρία ολόκληρα χρόνια δίπλα στο Λυκούργο Γαϊτανάρο, είναι σίγουρα ένας από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν πάρα πολύ καλά σαν παράγοντα. «Ο Λυκούργος είχε το χάρισμα της επικοινωνίας. Δεν ήταν κοινωνικά πανίσχυρος μόνο λόγω του καθεστώτος. Σταματούσε στο δρόμο και άνοιγε κουβέντα με όλους. Σαν παράγοντας θα μείνει στην ιστορία ως ο ιδρυτής της «Μαύρης Θύελλας» κι ο μοναδικός από την εποχή του που παραμένει δίπλα της μέχρι σήμερα. Οι ποδοσφαιρικές του γνώσεις μπορεί να μην ήταν και οι καλύτερες, ωστόσο αγαπούσε τους παίκτες σαν δικά του παιδιά και τους προσέφερε μία δουλειά στο Δημόσιο ή σε τράπεζες, θέσεις προνόμια για την εποχή. Ενήργησε πραγματικά σαν πατέρας τους και θα πρέπει όλοι μα όλοι να τον έχουν ευαγγέλιο στο μαξιλάρι τους».
Ηταν άραγε πιο επιτυχημένος πρόεδρος και από το Σταύρο Παπαδόπουλο; «Δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ τους γιατί βρέθηκαν στο τιμόνι της Καλαμάτας σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές. Επί Παπαδόπουλου είχε μπει στη μέση το χρήμα που τελικά έκανε πολύ μεγάλο κακό, αν δούμε και την κατάληξη της πορείας του νυν χρηματοδότη του Μεσσηνιακού στη «Μαύρη Θύελλα». Επειδή τότε πληρώνονταν από την ομάδα περισσότεροι από 100 άνθρωποι που δεν είχαν άμεση σχέση μαζί της, όπως παλαιοί ποδοσφαιριστές και όχι μόνο, υπήρχαν απ’ έξω ορισμένοι άλλοι που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μπουν κι αυτοί στο... χορό. Εκεί χάλασε η σχέση της Καλαμάτας με την πλατιά μάζα των Μεσσήνιων φιλάθλων και το προφίλ της θρυλικής ομάδας του Γαϊτανάρου άρχισε να... ξεφτίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι τον κόσμο που εμείς είχαμε τότε κάθε Κυριακή μαζί μας, η πιο σύγχρονη Καλαμάτα τον είχε μόνο στα ντέρμπι στην Α’ Εθνική.
Αυτό φυσικά δεν μειώνει σε τίποτα την προσφορά του Παπαδόπουλου, που οικονομικά μπορούσε να εγγυηθεί μία πολύχρονη παρουσία στη μεγάλη κατηγορία αλλά και ένα νέο γήπεδο που θα δημιουργούσε μία καινούργια γενιά φιλάθλων. Δυστυχώς, όμως, με την αποχώρησή του το ήδη σκαμμένο οικόπεδο στη Νέα Είσοδο δεν έγινε ποτέ γήπεδο».
Ακολουθούν σημαντικές δουλειές στο Τοπικό σε Εράνη, Μιλτιάδη, Εθνικό Μελιγαλά, Μεσσηνιακό και Πάμισο. Με τις περισσότερες ομάδες στις οποίες δούλεψε μετά την Καλαμάτα κέρδισε τίτλους και έβγαλε μεγάλα ταλέντα. «Στο Μελιγαλά είχα παίκτη τον Μαυρίκη, τη χρονιά που έκανε μεταγραφή στον Πανιώνιο και λίγους μήνες αργότερα σε φιλικό που παίξαμε στο πλαίσιο της μεταγραφής του Μαυρίκη, οι παράγοντες του Πανιωνίου είδαν τον Πλάγο, γοητεύτηκαν από το ταλέντο του και τον πήραν κι αυτόν στη Νέα Σμύρνη. Στα Φιλιατρά ανίχνευσα τον Αρίστο Πετρίχο και το Νίκο Λυμπερόπουλο, δύο τεράστια ταλέντα που ειδικά ο δεύτερος έγινε γνωστός σε όλη την Ευρώπη» θυμάται ο Γιάννης Ηλιάδης που στο ίδιο διάστημα ξεκίνησε να προπονήσει στο Ναυτικό Ομιλο τα μπασκετικά ταλέντα της μεσσηνιακής πρωτεύουσας: «Μέχρι και το 1970 δεν υπήρχε ούτε… μισή μπασκέτα στην Καλαμάτα! Ο Ναυτικός Ομιλος έκανε την πρώτη ομάδα μπάσκετ για να ακολουθήσουν εν συνεχεία και οι υπόλοιποι. Από τα χέρια μου πέρασαν τεράστιοι αθλητές όπως ο Ντίνος Κουμανάκος, ένας από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες που έχει βγάλει η Μεσσηνία. Ταυτόχρονα αρχίσαμε και το βόλεϊ που είχε ξεκινήσει να εξαπλώνεται δυναμικά σε όλη την Ελλάδα. Ελεύθερος χρόνος δεν υπήρχε για μένα. Από το σχολείο πήγαινα κατευθείαν στο ποδόσφαιρο κι από ‘κει στο μπάσκετ ή στο βόλεϊ. Με πολιτικά οι μαθητές μου δεν με έβλεπαν σχεδόν ποτέ, μόνο σε κανένα γάμο».
Το 1990 ο Γιάννης Ηλιάδης θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του, πηγαίνοντας με την οικογένειά του στο Σικάγο, όπου δίδαξε τη γυμναστική στα ελληνόπουλα της αμερικανικής ομογένειας. Γυρίζοντας πίσω πέντε χρόνια αργότερα διαπιστώνει ότι η σχέση του με τον αθλητισμό της Μεσσηνίας παραμένει το ίδιο δυνατή. Αδυνατώντας, λοιπόν, να μείνει μακριά από τα γήπεδα ξεκινά συνεργασία με τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό ΝΕΤ, αλλά όπως υποστηρίζει δημοσιογράφος δεν αισθάνθηκε ποτέ: «Εγώ δεν είμαι δημοσιογράφος. Σχολιάζω τα γεγονότα με τη δική μου ματιά λόγω της πολύχρονης προηγούμενης εμπειρίας μου μέσα στα γήπεδα».
Από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Οπως μάλιστα αναφέρει δεν θα μπορούσε να έχει θέση μέσα στο περιβάλλον της σύγχρονης εκπαίδευσης: «Δυστυχώς στη σύγχρονη κοινωνία το χρήμα έχει διεισδύσει και στα σχολεία. Οι σημερινοί καθηγητές μπορεί σίγουρα να είναι πιο καταρτισμένοι επιστημονικά από μας, αλλά εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τηρούν το ωράριό τους και να παίρνουν το μισθό τους. Δεν έχουν το ίδιο πάθος. Βάζω στοίχημα ότι κανείς τους δεν έχει ξυπνήσει στις 6.30 τα ξημερώματα για να πάει στις 7.00 το πρωί στο σχολείο και να κάνει προπόνηση με τους μαθητές του. Εμείς είχαμε άλλη επικοινωνία με τα παιδιά τότε και η σχέση μας μαζί τους ήταν πάρα πολύ διαφορετική γι’ αυτό και παραμένει το ίδιο ζωντανή μετά από τόσα χρόνια. Συναντώ σχεδόν καθημερινά παλιούς μαθητές μου και νοσταλγούμε την τότε εποχή». Αυτή είναι σύμφωνα με τον Γιάννη Ηλιάδη και η μεγάλη του ανταμοιβή μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με τον αθλητισμό της Μεσσηνίας, που διαρκεί περισσότερο από μισό αιώνα…
Αυτή ακριβώς η διάρκεια έφερε και την τελευταία ερώτηση στην κουβέντα μας. Ποιος είναι κατά τη γνώμη του ο καλύτερος ποδοσφαιριστής τα τελευταία 50 χρόνια το μεσσηνιακό ποδόσφαιρο; «Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη αλλά θα πω ο Σπεντζόπουλος γιατί είχε την ικανότητα να σκοράρει με… κλειστά μάτια από κάθε σημείο του γηπέδου, κάτι που δεν διέθετε ο Νίκος Λυμπερόπουλος, που για μένα ακολουθεί αμέσως μετά. Αλλο στυλ ποδοσφαιριστή, τελείως διαφορετικό αλλά ποδόσφαιρο ίσον γκολ και ο Σπεντζόπουλος είχε αυτήν την ικανότητα που τον κατατάσσει κορυφαίο των κορυφαίων…».