Αυτή η κουβέντα, λοιπόν, είναι δύσκολα εφαρμόσιμη και για την περίπτωση της Εθνικής μπάσκετ. Δε βρίσκεται στις καλύτερες μέρες της και αυτό είναι αλήθεια, αλλά δε δυσκολευόμαστε με αφορμή ένα «στραβό» αποτέλεσμα να χάσουμε το μέτρο και η κριτική μας να ξεφύγει από τα όρια, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία «ζούγκλα» που περιβάλλει τους αθλητές. Εδώ δε θα μιλήσουμε, θεωρώντας σαν «θέσφατα» όσα αναφερθούν ως άποψη, αλλά θα επιχειρήσουμε τουλάχιστον να αναλύσουμε όσα συνέβησαν στην φάση των ομίλων στο Ελσίνκι για το Ευρωμπάσκετ 2017, με τρόπο ορθολογικό και όχι με «άναρθρες κραυγές», προσπαθώντας να αναφέρουμε και το τι σημαίνουν εν όψει του αγώνα με τη Λιθουανία (9/9).
Η εικόνα της «γαλανόλευκης», σε γενικές γραμμές, δεν ήταν αυτή που αρμόζει στις δυνατότητες ενός από τα δύο ρόστερ της διοργάνωσης, όπου όλοι οι παίκτες αγωνίζονται είτε στο ΝΒΑ είτε στην Ευρωλίγκα (η Ισπανία είναι το άλλο ρόστερ). Παρά το γεγονός αυτό, βέβαια, γνωρίζαμε εξαρχής πως χωρίς Γιάννη Αντετοκούνμπο δεν πήγαινε… καρφωτή για μετάλλιο. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι το πώς αγωνίστηκε τόσο στα φιλικά όσο και στην πλειονότητα των αγώνων του Ελσίνκι, υπάρχει αρκετά μεγάλη απόσταση.
Το ότι υπάρχουν αγωνιστικά προβλήματα, το γνωρίζαμε εξαρχής, όπως οι παραδοσιακές αδυναμίες της στατικότητας στην επίθεση, της αστοχίας σε μακρινά σουτ και ελεύθερες βολές ή η αντιμετώπιση του pick ’n’ roll των αντιπάλων στην άμυνα. Είναι, άλλωστε, γνωστές αδυναμίες της «ελληνικής σχολής» και ξέραμε πως έπρεπε να πορευτούμε με αυτές, ψάχνοντας «αντίδοτα» χωρίς τον «Αντέτο». Μην ξεχνάμε, κιόλας, πως με τη μισή προετοιμασία να έχει στηθεί πάνω στα προσόντα του ηγέτη των Μιλγουόκι Μπακς, είναι πολύ δύσκολη τόσο η εύρεση ενός άλλου ξεκάθαρου ηγέτη στο παρκέ όσο και η αναπροσαρμογή των αγωνιστικών πλάνων. Και αυτά είναι στοιχεία, έναντι των οποίων δύσκολα θα έβρισκε λύσεις οποιοσδήποτε προπονητής.
Αυτό που απογοήτευσε μέχρι τον προτελευταίο αγώνα του ομίλου με την οικοδέσποινα Φινλανδία, όμως, δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά σε πρώτο βαθμό. Ήταν η ραθυμία που έμοιαζε να χαρακτηρίζει γενικότερα τους παίκτες του Κώστα Μίσσα. Απουσία συγκέντρωσης, πάθους, μαχητικότητας, αυταπάρνησης μέχρι τέλους στη μεγαλύτερη διάρκεια των αγώνων. Όλα αυτά βρέθηκαν σε σημείο να… ευχόμαστε να ξεκινούν οι αγώνες στο 32ο-33ο λεπτό, όταν και «αφυπνιζόταν» η ομάδα, αλλά φυσικά ήταν αργά. Αυτά είναι τα στοιχεία που προβλημάτισαν. Αυτά που μέχρι πρόσφατα χαρακτήριζαν την εθνική και την κρατούσαν ψηλά.
Ποιος φταίει, όμως, για αυτό; Μεγάλη κουβέντα που ίσως να έπρεπε να γίνει μετά το τουρνουά, αλλά πολλοί επιμένουν να γίνει τώρα.
Κατηγορείται ο Μίσσας για τις επιλογές του και την αδυναμία να επιβάλει πειθαρχία, όπως και οι παίκτες για… έλλειψη κινήτρου ή άλλα «όμορφα» που αναφέρονται. Ας πούμε ότι όλα αυτά έχουν δόση αλήθειας - και ναι, εγώ πιστεύω πως έχουν, και μάλιστα ισχυρή. Όταν, όμως, λίγο καιρό πριν από την έναρξη της προετοιμασίας, ακούγεται η δήλωση «πρώτα υπάρχουν οι παίκτες και μετά έρχεται ο προπονητής», από τον διοικητικό ηγέτη αυτής της ομάδας, σε μία προσπάθεια να δικαιολογηθεί η αδυναμία εύρεσης ομοσπονδιακού τεχνικού, ενώ θα έπρεπε να είχε ήδη βρεθεί αρκετούς μήνες νωρίτερα, με τους Δημήτρη Ιτούδη και Δημήτρη Πρίφτη να αρνούνται τη θέση, πώς μπορεί να απαιτούνται ο σεβασμός και η πειθαρχία; Σύμφωνοι, το εθνόσημο είναι ύψιστη τιμή, αλλά και οι παίκτες δεν άβουλα όντα. Απεναντίας, αποτελούν ισχυρές προσωπικότητες που «αποθηκεύουν» τέτοια λόγια και μπορούν εν συνεχεία να τα υπολογίσουν, ακολουθώντας κάποια λανθασμένη συμπεριφορά (π.χ. μπουνιές Μπουρούση-Παππά στο Caravel). Την ίδια ώρα, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο κόουτς Μίσσας, όσο μεγάλη πορεία κι αν έχει διαγράψει στο ελληνικό μπάσκετ με σπουδαίες υπηρεσίες, είχε πολλά χρόνια να αναλάβει ανδρικό τμήμα οπουδήποτε και αποτελούσε την έσχατη λύση, ως έμπιστου ανθρώπου της ΕΟΚ. Νομίζετε πως κι αυτά δεν παίζουν ρόλο;
Καλό είναι, όμως, να μη ρίχνουμε κάθε ευθύνη στην ΕΟΚ, ακολουθώντας τη γραφική τακτική μερίδας των ΜΜΕ και των οπαδών. Η αδυναμία «συσπείρωσης» της ομάδας στη συνέχεια, ό,τι κι αν έχει ειπωθεί νωρίτερα από τη διοίκηση, είναι ασφαλώς ευθύνη του προπονητή πρωτίστως και των παικτών δευτερευόντως. Και αυτό αποδείχθηκε στις αντιδράσεις μετά την ήττα από τους Φινλανδούς, ιδίως όταν ήχησε στα αυτιά όλων η δήλωση του Θανάση Αντετοκούνμπο, που ζήτησε «να παίζουν με την ψυχή τους για την Εθνική όσοι θέλουν». Σκληρή δήλωση και φάνηκε πως μερικοί «ταρακουνήθηκαν».
Και ήταν αρκετό αυτό το «ταρακούνημα», ώστε να αποφευχθεί το «στραπάτσο» με τους Πολωνούς και να περάσουμε στην επόμενη φάση. Το πιο σημαντικό, είναι ότι άπαντες έβγαλαν εγωισμό. Αυτό που δεν είχαν νωρίτερα, δηλαδή. Έστω κι έτσι, είδαμε επιτέλους τους διεθνείς να «ματώνουν» σε κάθε επαφή και αυτό ήταν το μοναδικό καλό νέο από εκείνο τον αγώνα. Και λέω μοναδικό, γιατί δεν νομίζω ότι πρέπει να πανηγυρίζουμε την νίκη απέναντι σε μία ούτως ή άλλως αδύναμη ομάδα, η οποία εξαρχής νιώθει στο «πετσί» της την απουσία του Μάρτσιν Γκόρτατ, ενώ της έλειπε και ο Έι Τζέι Σλότερ στο ματς «ζωής και θανάτου».
Αυτό, λοιπόν, είναι και το στοιχείο που με κάνει προσωπικά αισιόδοξο εν όψει Λιθουανίας. Γιατί τα νοκ-άουτ είναι διαφορετική υπόθεση, πλέον, και ένα «βήμα» προς τη σωστή κατεύθυνση έγινε επιτέλους. Τώρα είναι που μετρούν τα πάντα. Τώρα είναι που ξεκινά επί της ουσίας το Ευρωμπάσκετ και να είστε σίγουροι πως όσα αναφέρθηκαν νωρίτερα, θα τα αφήσουν όλοι πίσω. Δεν μπορούν να κάνουν και αλλιώς, ειδικά από τη στιγμή που υπήρξε αντίδραση στο τελευταίο ματς του ομίλου και δε γύρισαν… πρόωρα στην Αθήνα.
Τρία πράγματα είναι σίγουρα, λοιπόν. Το ένα είναι πως τα αγωνιστικά προβλήματα της ελληνικής ομάδας δε θα παύσουν να υπάρχουν. Το δεύτερο είναι ότι η Λιθουανία, ακόμη και με απουσίες, είναι μία εξαιρετική ομάδα, σοβαρή, με βλέψεις για μετάλλιο, ξεπερνώντας άμεσα το «σοκ» της πρεμιέρας από τη Γεωργία του Ηλία Ζούρου. Και το τρίτο, είναι πως αυτή η ομάδα θα παλέψει μέχρι τέλους, κάνοντας τουλάχιστον τον κόσμο της χαρούμενο για την αγωνιστικότητά της. Αν βρεθούν και μερικά «τρικ» προς αιφνιδιασμό των παικτών του Νταΐνιους Αντομάιτις, ώστε τουλάχιστον να υπάρξει ένα μικρό «make up» στις «χτυπητές» μας αδυναμίες, τότε κάτι γίνεται…
Εν ολίγοις, μην ξεγράφετε τη «γαλανόλευκη». Μεταμορφώσεις έχουν υπάρξει πολλές στα νοκ-άουτ, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, αναλογικά με την εικόνα στην φάση των ομίλων. Έστω κι αν δεν είναι ίδια περίπτωση, ρωτήστε και τους Ισπανούς πόσες φορές προβλημάτισαν στους ομίλους, αλλά στο τέλος ήταν ασυναγώνιστοι, πατώντας στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου…
Υ.Γ. Ο Γιάννης Μπουρούσης είναι ο αρχηγός αυτής της ομάδας, αλλά και ο μοναδικός που δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί για όλα τα θέματα - κυρίως εξωαγωνιστικά - που έχουν σχολιαστεί. Όταν έρθει η ώρα, θα έχει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον.
Ραφαήλ Αλαγάς