Εχοντας αγωνιστεί επί σειρά ετών σε υψηλό επίπεδο και έχοντας μετρήσει πάνω από 300 συμμετοχές σε εθνικές κατηγορίες, ο έμπειρος μεσοαμυντικός αποφάσισε το καλοκαίρι στα 33 του να επιστρέψει στα... πάτρια εδάφη! Το έκανε για λογαριασμό του Ακρίτα Κορώνης και παράλληλα πρόσφερε τα μέγιστα ώστε η ομάδα του χωριού του, η Φοινικούντα να επιστρέψει στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της Μεσσηνίας μετά από 12 χρόνια.
Φυσικά η επιστροφή του στη Φοινικούντα έχει να κάνει και με την οικογένεια που απέκτησε, μιας και εγκαταστάθηκε στο όμορφο χωριό του παρέα με την σύζυγο του και τον 4χρονο γιο του!
Η διαδρομή του
Ο Παναγιώτης Τσιμικλής ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο σε ηλικία 14 χρονών στη Φοινικούντα και μετά από ένα χρόνο στη Β’ τοπική, τον απέκτησε η Μεθώνη και έπαιξε στην Α’ τοπική για μια σεζόν.
Σε ηλικία μόλις 15 χρονών έπαιξε σε 33 ματς και έβαλε 8 γκολ, με προπονητή τον Δημήτρη Μάλαμα ο οποίος τον βοήθησε πολύ.
Υστερα ήρθε η μεταγραφή στον Μεσσηνιακό που έπαιζε στην Δ’ εθνική και μαζί του ανέβηκε στη Γ’ εθνική, αγωνιζόμενος για έξι μήνες στην τρίτη κατηγορία.
Μετά πήγε δανεικός για έξι μήνες στον Μιλτιάδη στη Δ’ εθνική, με την ομάδα του Πύργου να κάνει πορεία πρωταθλητισμού στο β’ γύρο και να παραμένει στην κατηγορία, μετρώντας 7 νίκες, 3 ισοπαλίες και 1 ήττα σε 11 ματς!
Υστερα γύρισε στον Μεσσηνιακό που πλέον είχε ανέβει στη Β’ εθνική και έγινε επαγγελματίας. Εκείνη τη σεζόν αγωνίστηκε με την ομάδα νέων του ΜΓΣ που είχε βγει δεύτερη στην Κ19 της Β’ εθνικής. Ντεμπούτο στη Β’ εθνική έκανε ο Τσιμικλής σε ένα ματς με τον Λεβαδειακό, σε ηλικία 18 ετών!
Εμεινε άλλο ένα χρόνο στην καλαματιανή ομάδα στη Γ’ εθνική, όμως έχασε ουσιαστικά όλη τη σεζόν λόγω ενός κατάγματος κοπώσεως που έπαθε!
Στον Μεσσηνιακό έπαιξε και στη Δ’ εθνική, έχοντας μια “γεμάτη” χρονιά με 4 γκολ.
Υστερα έμεινε ελεύθερος από τον Μεσσηνιακό μετά από αρκετή... προσπάθεια και πήρε μεταγραφή στην Καλαμάτα επί Γρηγορόπουλου το 2008 και έμεινε ένα χρόνο στη Β’ εθνική.
Στη συνέχεια φόρεσε για ένα εξάμηνο τη φανέλα και Ιωνικού και επίσης για ένα εξάμηνο έπαιξε στον Θρασύβουλο.
Επέστρεψε στη “Μαύρη Θύελλα” με τον Ράλλη στην προεδρία και αγωνίστηκε τρεις περιόδους στη Γ’ εθνική.
Μετά ήρθε η μεταγραφή στη Κηφισιά με τη οποία κατέκτησαν την 2η θέση στη Γ’ εθνική και ύστερα νέα μεταγραφή στη “Μαύρη Θύελλα” για ένα χρόνο επίσης στην τρίτη κατηγορία.
Εν συνεχεία μετακόμισε στον Αστέρα Βλαχιώτη και έμεινε δύο σεζόν στην ομάδα της Λακωνίας στη Γ’ εθνική, για να ακολουθήσει μια χρονιά στον Παναργειακό (Γ’ εθνική).
Η περσινή σεζόν τον βρήκε να ξεκινά στη Σπάρτη και να παίζει λίγους αγώνες μετά τον Γενάρη στον Πανγυθεατικό.
Τα στατιστικά του
Στη Δ’ εθνική με τον Μεσσηνιακό και τον Μιλτιάδη είχε 40 συμμετοχές και 5 γκολ. Δέκα συμμετοχές είχε με τον Μεσσηνιακό στη Γ’ εθνική.
Με την Καλαμάτα τέσσερα χρόνια στη Γ’ εθνική είχε 84 συμμετοχές και 8 γκολ. Ενα χρόνο στη Γ’ εθνική με την Α.Ε. Κηφισιάς μέτρησε 25 συμμετοχές και ένα γκολ. Δύο χρόνια με τον Αστέρα Βλαχιώτη στη Γ’ εθνική είχε 50 συμμετοχές και 5 γκολ. Επίσης στη Γ’ εθνική μέτρησε 25 συμμετοχές σε ένα χρόνο στον Παναργειακό και άλλες 23 συμμετοχές σε Σπάρτη και Πανγυθεατικό συνολικά σε μια σεζόν.
Με τη φανέλα της Καλαμάτας αγωνίστηκε μια σεζόν και στη Β’ εθνική, έχοντας απολογισμό 25 συμμετοχές και ένα γκολ.
Στο πρωτάθλημα της Β’ εθνικής συμμετείχε συνολικά για μια σεζόν και με τον Ιωνικό και τον Θρασύβουλο, έχοντας 21 συμμετοχές και ένα γκολ.
Συνολικά στην καριέρα του ο Παναγιώτης Τσιμικλής μέτρησε 303 συμμετοχές σε εθνικές κατηγορίες και 21 τέρματα.
Ο Παναγιώτης Τσιμικλής άνοιξε την καρδιά του και μίλησε επί παντός επιστητού στην “Ελευθερία” και το notosport.gr. Για τα... πέτρινα χρόνια και τις πίκρες που πέρασε στην αγαπημένη του “Μαύρη Θύελλα”, για τα πέντε χρόνια στον Μεσσηνιακό, για τους συμπαίκτες και προπονητές που ξεχωρίζει και για το σήμερα, την Κορώνη και το πως βλέπει το μέλλον του.
Αναλυτικά...
- Πως περνάς την καραντίνα, κάνεις προπόνηση;
“Για όλο τον κόσμο είναι μία δύσκολη κατάσταση, έτσι και για μένα.
Σχεδόν κάθε ημέρα κάνω ατομική προπόνηση και αυτό είναι μια εκτόνωση. Παράλληλα περιμένω να κάνω κάτι σε επαγγελματικό επίπεδο, πέρα από το ποδόσφαιρο”.
- Πως πήρες την απόφαση να επιστρέψεις μετά από χρόνια στη Μεσσηνία και γιατί δεν συνέχισες σε κάποια εθνική κατηγορία;
“Από τότε που έφυγα από την Φοινικούντα για να παίξω επαγγελματικά ποδόσφαιρο, πάντα είχα στο μυαλό που πως κάποια στιγμή θα γυρνούσα πίσω. Είμαι άλλωστε παιδί του χωριού. Βέβαια και στην Καλαμάτα που έζησα συνολικά μια δεκαετία, πέρασα μια χαρά, όπως και στην Αθήνα και την Σπάρτη.
Πλέον έχω κάνει οικογένεια, έχω ένα μικρό παιδί και έτσι πήρα την απόφαση να γυρίσω στη Φοινικούντα”.
- Πως κρίνεις το επίπεδο στην Α’ τοπική Μεσσηνίας, που είχες αγωνιστεί όταν ήσουν πιτσιρικάς;
“Εχω αγωνιστεί σε 7 ματς πρωταθλήματος και 2 κυπέλλου. Το επίπεδο είναι αξιοπρεπές.
Σίγουρα έχει διαφορά με την Γ’ εθνική, αλλά σε γενικές γραμμές το επίπεδο είναι καλό. Απ’ ότι μου είχαν πει το περίμενα πιο υποβαθμισμένο, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα”.
- Η Κορώνη είναι μια ομάδα με έμπειρους παίκτες. Ποιος ο στόχος της φέτος και αν θεωρείς πως έχει μέλλον;
“Από το καλοκαίρι του 2019 είχαμε κάνει μια κουβέντα με τους ανθρώπους του Ακρίτα. Με είχαν πλησιάσει και τους είχα πει πως αν γυρίσω θα έχετε τον πρώτο λόγο. Δυόμιση μήνες που έχουμε συνεργαστεί είναι εξαιρετικοί απέναντι μου, σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει γενικώς καλό κλίμα με τον προπονητή και τους συμπαίκτες μου. Στόχος μας είναι να πλασαριστούμε στην 5αδα και γενικώς να φτάσουμε όσο πιο ψηλά γίνεται. Αν η Κορώνη κρατήσει τον βασικό της κορμό για χρόνια θα έχει μέλλον, γιατί έχει παράγοντες που την αγαπούν και τους έχω εμπιστοσύνη. Συν τοις άλλοις για την επόμενη μέρα, υπάρχουν και ορισμένα νεαρά παιδιά από το χωριό με ταλέντο”.
- Πιστεύεις πως θα συνεχιστούν τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα;
“Είναι παρακινδυνευμένο να κάνουμε οποιαδήποτε πρόβλεψη. Όλοι θέλουμε να αρχίσει εκ νέου το πρωτάθλημα, μιας και ο ερασιτεχνικός αθλητισμός είναι διέξοδος για πολλά παιδιά. Αν ξεκινήσουμε προπονήσεις από τα μέσα Γενάρη, τότε τον Φλεβάρη θα μπορούν να ξεκινήσουν οι αγώνες. Στα τοπικά πρωταθλήματα είναι πιο εύκολο να ξεκινήσουν τα πρωταθλήματα, γιατί δεν πάμε εκτός νομού και άρα δεν υπάρχει διασπορά. Το βλέπω όμως δύσκολο να παίξουμε όλο το πρωτάθλημα, ίσως να διεξαχθεί μόνο ο πρώτος γύρος και έτσι να βγουν οι πρωταθλητές”.
- Εχεις αγωνιστεί αρκετά χρόνια της ποδοσφαιρικής σου καριέρας στη “Μαύρη Θύελλα”. Τι πιστεύεις ότι φταίει και δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει στις μεγάλες κατηγορίες;
“Θεωρώ πως η ομάδα στερείται ενός διοικητικού ηγέτη εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια και ο βασικός λόγος που δε βλέπει άσπρη μέρα και δεν έχει σταθερότητα. Πέρυσι είχε ένα πολύ καλό ρόστερ και όμως στο τέλος έκανε αρνητικό σερί. Εδώ και μια δεκαετία δεν έχει μία ηγεσία σταθερή.
Τα πράγματα εδώ και έναν χρόνο είναι καλύτερα στο οικονομικό κομμάτι με τον κ. Πρασσά, αλλά ο ίδιος δεν είναι εδώ για να ασκήσει διοίκηση, δεν κάνει αυτός το κουμάντο και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πάσχει από διοίκηση η Καλαμάτα εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια”.
- Ποια η άποψη σου για τον Γιώργο Γρηγορόπουλο, τον οποίο είχες πρόεδρο στην Καλαμάτα;
“Οι απόψεις για τον κ. Γρηγορόπουλο διίστανται. Σαν παράγοντας ήταν πολύ έξυπνος, παρότι δεν είχε πολλά χρήματα. Είναι από τους πιο έξυπνους παράγοντες που έχω συναντήσει στην καριέρα μου. Με κάποιον τρόπο και με κάποιες γνωριμίες που είχε η ομάδα κρατιόταν στη Β’ εθνική για αρκετά χρόνια, όμως κάποια στιγμή το ταμείο άδειασε και μόνος του δεν μπορούσε να την κρατήσει άλλο. Σαν πρόεδρος όμως θεωρώ πως ήταν καλός”.
- Ποια είναι η πιο ευχάριστη και η πιο δυσάρεστη στιγμή με τη φανέλα της Καλαμάτας;
“Δυστυχώς οι πιο πολλές στιγμές είναι δυσάρεστες. Εγώ έζησα τα πέτρινα, τα δύσκολα χρόνια της ομάδας.
Είχαμε καλούς παίκτες, αλλά δεν υπήρχε υγεία στην ομάδα.
Η πιο ευχάριστη στιγμή ήταν τη σεζόν 2013-14, το διπλό που κάναμε στο Αργος επί του Παναργειακού με 1-4 σε ένα ντέρμπι κορυφής, που είχαμε πολύ κόσμο μαζί μας στην εξέδρα.
Επίσης το διπλό στη Ριζούπολη επί του Απόλλωνα Αθηνών το 2011 με 1-2, που είχα βάλει κι ένα γκολ.
Οι μεγάλες νίκες δεν μας έλειψαν, αυτό που μας έλλειψε ήταν οι τίτλοι. Και για να έχεις τίτλους, πρέπει να έχεις υγεία διοικητική και διάρκεια.
Κατά καιρούς υπήρχε καλή βάση παικτών, αλλά οι περισσότεροι έφευγαν λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Εγώ είμαι άρρωστος με την Καλαμάτα, είμαι οπαδός της και μάλιστα φανατικός. Τώρα που γύρισα στη Μεσσηνία θέλω να την παρακολουθώ ως οπαδός από την εξέδρα. Οταν θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει ποδόσφαιρο, θυμάμαι να φοράω μόνο την φανέλα της Καλαμάτας, είναι στην καρδιά μου αυτή η ομάδα.
Οσον αφορά την πιο δυσάρεστη στιγμή ήταν η βαριά ήττα με 7-0 στη Σπάρτη τον Απρίλιο του 2016 και ο υποβιβασμός στο τοπικό πρωτάθλημα.
Μετά από αυτό το μας είχα αδειάσει σαν ποδοσφαιριστής, θεώρησα πως δεν είχα να δώσει κάτι άλλο και πως είχα ολοκληρώσει αγωνιστικά τον κύκλο μου στην ομάδα. Δεν υπήρχε κάτι χειρότερο.
Είχα πρόταση να γυρίσω στην Καλαμάτα επί προεδρίας Αγαθοκλή Χριστόπουλου, αλλά δεν γύρισα”.
- Στον Μεσσηνιακό αγωνίστηκες συνολικά πέντε χρόνια και σε επαγγελματικές κατηγορίες. Τι έφταιξε και δεν διατηρήθηκε στις υψηλές κατηγορίες του ελληνικού ποδοσφαίρου, παρότι είχε την οικονομική ευρωστία του Σταύρου Παπαδόπουλου;
“Στον Μεσσηνιακό ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος τα παρείχε όλα όσα πρέπει να έχει μια ομάδα σε επαγγελματική κατηγορία. Είχε την οικονομική επιφάνεια και τις εγκαταστάσεις (γήπεδα, προπονητήρια κλπ) για να σταθεί άνετα η ομάδα ακόμη και στην Α’ εθνική.
Και εκεί όμως δυστυχώς δεν έγιναν σωστές επιλογές όσον αφορά τους προπονητές που πέρασαν για να φτιάξουν μια ομάδα που θα μπορούσε να σταθεί πολύ ψηλά στις επαγγελματικές κατηγορίες. Κανένας προπονητής δεν διαχειρίστηκε σωστά τους νεαρούς παίκτες, στην πλειοψηφία τους Μεσσήνιους, που υπήρχαν στο ρόστερ και όλοι τους είχαν περάσει από τις μικρές εθνικές ομάδες της χώρας.
Αυτά λειτούργησαν ως μπούμερανγκ για το μέλλον του Μεσσηνιακού, αλλά και των παικτών και η ομάδα έγινε η ταφόπλακα τους”.
- Ποια σεζόν ξεχωρίζεις από αυτές που αγωνιζόσουν εκτός Μεσσηνίας;
“Την περίόδο 2017-18 με τον Αστέρα Βλαχιώτη που φτάσαμε να είμαστε πρώτοι και χάσαμε την προτελευταία αγωνιστική την άνοδο. Είχαμε παίξει πολύ ωραία μπάλα, ο κόσμος με αγαπούσε και η διοίκηση ήταν σωστή μαζί μου στο οικονομικό κομμάτι”.
- Σκέφτεσαι να παίξεις αρκετά χρόνια ακόμα ποδόσφαιρο ακόμα;
“Σε τοπικό επίπεδο θα παίζω αρκετά χρόνια ακόμη, σε συνδυασμό με κάποια άλλη δουλειά που θέλω να βρω. Η καθημερινότητα μου δεν μου επιτρέπει να επιστρέψω πάλι σε επαγγελματικό επίπεδο, όμως δεν είμαι και πολύ μεγάλος για να σταματήσω να παίζω αυτό που αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο”.
- Πιστεύεις σου ταιριάζει ο ρόλος του προπονητή; Εχεις σκεφτεί να ασχοληθείς με την προπονητική μόλις κρεμάσεις τα παπούτσια σου;
“Δεν το έχω ως στόχο, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας. Αν στο μέλλον μου δοθεί η δυνατότητα, ίσως το ακολουθήσω σε τοπικό επίπεδο όμως”.
- Εκτός από την επιστροφή σου ποδοσφαιρικά στη Μεσσηνία μέσω της Κορώνης, βοήθησες εξωδιοικητικά την ομάδα του χωριού σου, τη Φοινικούντα να επιστρέψει στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Μεσσηνίας...
“Η Φοινικούντα επαναδραστηριοποιήθηκε μετά από 12 χρόνια, έχοντας και πάλι ενεργό τον παλιό της πρόεδρο Νίκο Τσώνη.
Τρέξαμε πολύ το καλοκαίρι, χρειάστηκε πολύς κόπος για να μαζευτούν 35 δελτία, όμως το αποτέλεσμα μας ικανοποιεί γιατί παίζουν και πάλι μπάλα τα παιδιά από το χωριό”.
- Ποιους συμπαίκτες που ξεχωρίζεις από τη διαδρομή σου στο ποδόσφαιρο;
“Αναμφίβολα τον Χάρη Μπριλάκη που ήμασταν δύο χρόνια μαζί στον Αστέρα Βλαχιώτη και ένα χρόνο στον Παναργειακό. Κάναμε καλή παρέα και είχαμε καλή συνεργασία στο γήπεδο.
Επίσης καλοί φίλοι και εξαιρετικοί συμπαίκτες στην Καλαμάτα ήταν οι Γιάννης Τσόπελας και Βασίλης Αθανασόπουλος.
Από εκεί και πέρα σε υψηλό επίπεδο ξεχωρίζω τον Ντιέγκο Σιστόν που έπαιζα μαζί του στον Ιωνικό και είχε περάσει από τον Αρη και τον επιθετικό Γιώργο Ζαχαρόπουλο που ήμασταν μαζί στον Θρασυβούλο. Και φυσικά τον Τάσο Μπακασέτα που ήμασταν συμπαίκτες στον Θρασύβουλο και μάλιστα μέναμε στο ίδιο σπίτι. Ο Τάσος είναι εξαιρετικός παίκτης, καλό παιδί και ακόμη και σήμερα κρατάω επαφή μαζί του”.
- Και τέλος, ποιοι ήταν οι καλύτεροι προπονητές που συνεργάστηκες στην καριέρα σου;
“Ο Ακης Μάντζιος στον Θρασύβολο, ο Γιάννης Πετράκης στον Ιωνικό και ο Γιώργος Μπένος στην Καλαμάτα. Αυτοί ήταν οι κορυφαίοι σε γνώσεις προπονητές που είχα”.