Παρασκευή, 19 Ιούλιος 2013 15:11

Μέμος Ιωάννου: Συνέντευξη με έναν "θρύλο"!

Γράφτηκε από τον

Ευρισκόμενος στην Νεάπολη Λακωνίας για υποχρεώσεις, έτυχε να βρίσκομαι στο ίδιο ξενοδοχείο, το «Αϊβαλή», με έναν άνθρωπο που έχει γράψει τη δική του ιστορία, ξεχωριστή και αξιοζήλευτη στο ελληνικό μπάσκετ. Πρόκειται για τον Μέμο Ιωάννου, έναν άνθρωπο που επίσης συνέδεσε το όνομά του με την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης το 1987, όσο και με το μεγάλο Παναθηναϊκό της δεκαετίας του ’70 και των αρχών του ‘80. Πρωταθλητής 4 φορές ως προπονητής στην Κύπρο, κυπελλούχος Ευρώπης με τον ΠΑΟΚ και τον Άρη ως παίκτης (1990 και 1993 αντίστοιχα) είναι ένας άνθρωπος τόσο επιτυχημένος, όσο και προσιτός, καθώς δε μου αρνήθηκε αυτήν τη μεγάλη, όσο και ουσιώδη συζήτηση που ακολουθεί.

 

Συνέντευξη στον Ραφαήλ Αλαγά

1. Τι είναι το μπάσκετ, κόουτς, για εσάς;

Ξεκίνησε από ένα απλό χόμπι και εξελίχθηκε χωρίς να το περιμένω σε ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της ζωής μου. Όποιος ασχολείτο με το μπάσκετ εκείνη την εποχή δε θα φανταζόταν ότι θα μπορούσε στην χώρα μας να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο. Ως εκ τούτου, πλέον δεν μπορώ να φανταστώ να περάσει μέρα χωρίς να αισθάνομαι ότι αποτελώ κομμάτι αυτού του αθλήματος.

 

2. Και ασχοληθήκατε σε μία τέτοια εποχή, όπως λέτε, όπου όλοι, μέχρι και οι παίκτες των μεγάλων ομάδων, ήταν ερασιτέχνες.

 Στην πραγματικότητα βέβαια, και τότε υπήρχαν οφέλη, απλά δεν ήταν τόσο οικονομικά, όσο αγωνιστικά, και ιδιαίτερα σε υψηλό επίπεδο. Όντως, όμως, σε σχέση με τους σημερινούς απόλυτους επαγγελματίες, τους αθλητές εκείνης της εποχής μπορείς να τους χαρακτηρίσεις ως ερασιτέχνες.

 

3. Είστε ικανοποιημένος με όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα σε αυτό το «κομμάτι της ζωής» σας;

 Βεβαίως. Ήταν μία έντονη διαδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας απέκτησα πολλές εμπειρίες και διεύρυνα κατά πολύ τους ορίζοντές μου, κάτι που το θεωρώ σημαντικό. Και χάρη σε αυτά νιώθω, πραγματικά, πολύ ικανοποιημένος.

 

4. Και, αφού ανοίξαμε πριν τη συζήτηση για το μπάσκετ, όλοι αναφέρουν την αλλαγή του σε σχέση με παλιότερα. Αλήθεια, κύριε Ιωάννου, πόσο έχει αλλάξει το άθλημα σε διοικητικό, οικονομικό και, κυρίως, τεχνικό επίπεδο;

 Στο οικονομικό και διοικητικό επίπεδο υπάρχουν πλέον αρκετά δεδομένα, που δεν υπήρχαν πριν. Αρχικά οι σύλλογοι έχουν γίνει Ανώνυμες Εταιρείες. Επομένως, τα χρήματα παίζουν μεγάλο, το σπουδαιότερο μπορώ να πω, ρόλο μέσα σε μία ομάδα. Κι αυτό γιατί τα κέρδη ή τα χρέη μίας ομάδας καθορίζουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό την πορεία της. Έπειτα, η αγορά έχει διευρυνθεί πολύ περισσότερο, καθώς τώρα πια υπάρχει «άνοιγμα», όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε όλον τον κόσμο. Μιλάμε για ένα μεγάλο διεθνές δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ των παραγόντων του αθλήματος, στο οποίο βρισκόμαστε κι εμείς. Επίσης υπάρχουν οι συμβάσεις, μεταξύ των παικτών και των ομάδων. Πρόκειται για συμφωνίες με υποχρεώσεις και από τις δύο πλευρές, ιδιαίτερα όμως αυτήν του παίκτη, ο οποίος αναγκάζεται να βρίσκεται πολύ περισσότερες ώρες στο γήπεδο και να αναλαμβάνει πιο πολλούς και εξειδικευμένους, σε σχέση με παλιότερα, ρόλους. Είναι επαγγελματίας και δεν έχει περιθώρια παρέκκλισης από αυτά που έχει συμφωνήσει με τη διοίκηση της ομάδας. Για παράδειγμα παλιότερα, όταν το μπάσκετ βρισκόταν σε πιο ερασιτεχνικό επίπεδο, μπορούσε ο αθλητής να ζητήσει να κάνει λιγότερη προπόνηση ή να μη συμμετάσχει, ίσως, κάποια μέρα για οποιονδήποτε λόγο. Σήμερα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες. Πλέον πρόκειται για μία προσπάθεια καθημερινή, πολύωρη και επίπονη, καθώς για τον παίκτη δεν περιλαμβάνει μόνο προπόνηση, αλλά και στοιχεία, όπως η παρακολούθηση του αντιπάλου, το βίντεο, η ανάθεση συγκεκριμένων ρόλων, ανάλογα με τις ανάγκες του παιχνιδιού και πολλά άλλα.  Και αυτή η μεταβολή έχει επιδράσεις και στο τεχνικό κομμάτι, φυσικά, καθώς τώρα η τεχνική και, βασικότερα, τα αθλητικά προσόντα των παικτών έχουν φτάσει σε αυτό το πολύ υψηλό επίπεδο. Γι’ αυτό το λόγο, το ευρωπαϊκό μπάσκετ έχει πλησιάσει αρκετά το αμερικανικό και αντίστροφα. Βλέπουμε τώρα ότι μεγάλο ρόλο στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ιδιαίτερα στην Ισπανία, παίζουν οι αθλητικές επιδόσεις, χωρίς να πηγαίνουν ποτέ πίσω οι τεχνικές ικανότητες βέβαια, ενώ αντίστοιχα πολλά ευρωπαϊκά στοιχεία, που αφορούν τον τομέα της τακτικής, έχουν δοκιμαστεί και αφομοιωθεί στο ΝΒΑ. Και μάλιστα, όταν πρόκειται για τέτοια στοιχεία, οι Αμερικανοί τα αναφέρουν ως «ευρωπαϊκά», δείχνοντας την επιρροή που ασκούν και υφίστανται. Ο τομέας της τακτικής δηλαδή, όπως παρατηρούμε, παίζει επίσης βαρύνοντα ρόλο για μία ομάδα, είναι ένα πολύ ουσιώδες στοιχείο που την απασχολεί καθημερινά και ασταμάτητα. Βέβαια, στην νοοτροπία των Αμερικανών παραμένει σε προτεραιότητα το θέαμα, που είναι και το πρώτο στοιχείο της οικονομικής επιτυχίας σε αυτούς, ενώ αντίθετα σε αυτήν των Ευρωπαίων το αποτέλεσμα, γι’ αυτό η πίεση, τα χαμηλά σκορ και η οικονομική αποτυχία σε περίπτωση μη επίτευξης των στόχων. Στη συνέχεια, όσον αφορά τη θέση του προπονητή στο σύγχρονο μπάσκετ, υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων σε αυτό το επάγγελμα, κατά τη γνώμη μου. Αυτών που έχουν μαζί τους μία ιστορία, ένα “background”, και γι’ αυτό τους δίνεται μεγαλύτερη διάρκεια στο συμβόλαιο και ανάλογη πίστωση χρόνου στη δημιουργία μίας ομάδας και αυτών που είναι «αναλώσιμοι». Πρόκειται για προπονητές λιγότερο δημοφιλείς και χωρίς μεγάλη πείρα, οι οποίοι είναι οι εύκολοι στόχοι σε περίπτωση αποτυχίας. Άρα, ο προπονητής έχει επίσης ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό έργο να εκτελέσει μέσα στην ομάδα, υπολογίζοντας στο τεχνικό κομμάτι που μόλις αναφέραμε τις απαιτήσεις της και την επακόλουθη πίεση από αυτές. Τέλος, καθοριστικής σημασίας στοιχείο είναι η συνεργασία μεταξύ όλων σε μία ομάδα και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Μία κακή σχέση μεταξύ δύο αθλητών, για παράδειγμα, ή ενός αθλητή με τον προπονητή του μπορεί να καταρρακώσει την ομάδα και την απομακρύνει από τους στόχους της. Είναι ένα λεπτό κομμάτι που χρήζει εξαιρετικής διαχείρισης και από τις δύο πλευρές. Γενικότερα, το μπάσκετ έχει γίνει ένα άθλημα πολυσύνθετο, που διαθέτει πολλές παραμέτρους, οι οποίες θέλουν σύσσωμες προσοχή. Δουλεύουν σε αυτό πάρα πολλοί άνθρωποι, εξειδικευμένοι όλοι τους, για να εξαχθεί το αποτέλεσμα που βλέπουμε στο γήπεδο. Παρά την πολυπλοκότητά του και τη λεπτομέρεια που έχει αποκτήσει, όμως, δεν παύει να είναι ένα κατεξοχήν αξιοκρατικό επάγγελμα, όπου πράγματι βρίσκονται αυτοί που αξίζουν. Διαθέτει, εν τέλει, ένα στοιχείο που δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά στην χώρα μας. Τη συνεργασία, την αποδοχή δηλαδή της γνώμης και της γνώσης του άλλου, με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ομάδα.

 

5. Αν κρίνω, δηλαδή, από τις τρεις τελευταίες σας φράσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μπάσκετ είναι ένα καλό παράδειγμα για τους Έλληνες και πολλά επαγγέλματα στην χώρα μας;

 Φυσικά, γιατί, όπως τόνισα πριν, οι άνθρωποι του αθλήματος αυτού έμαθαν να συνεργάζονται, καθώς και να σέβεται καθένας τις ικανότητες, τις γνώσεις και τη γνώμη του άλλου. Κι έτσι μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις και στα διάφορα σημεία των καιρών. Είναι κάτι που δεν το συναντάς εύκολα στους υπόλοιπους τομείς, και γι’ αυτό το μπάσκετ βρίσκεται πια τόσο ψηλά σε σχέση με αυτούς.

 

6. Ξεκινώντας με την καριέρα σας τώρα, βρεθήκατε στον Παναθηναϊκό του Κορωναίου, του Κοκολάκη, του Κόντου, του Κέφαλου, του Κέρκλαντ, του Στεργάκου, του Βίδα και άλλων πολλών σπουδαίων. Ποιο ήταν το στοιχείο που σας έκανε νικητές και, μετά, πρωταθλητές, κι έπειτα το απωλέσατε για να φτάσει η ομάδα στα «πέτρινα χρόνια»;

 Βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή μαζί παίκτες έμπειροι, ικανοί, με μία μεγάλη δυναμική, τεράστια εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους και νοοτροπία νικητή, η οποία υπήρχε και πριν πάω εγώ στην ομάδα. Για να φανταστείς, όταν χάναμε, κάποιοι από αυτούς έκλαιγαν κιόλας! Και, φυσικά, μόνο τέτοιοι παίκτες έπαιζαν σε αυτήν την ομάδα, νικητές! Δηλαδή, ένας καινούργιος παίκτης τότε, είτε θα προσαρμοζόταν σε αυτήν την νοοτροπία, είτε θα λύγιζε και θα έφευγε. Μετά από εκείνα τα χρόνια, ο Παναθηναϊκός δεν μπορούσε, για οικονομικούς λόγους, να κρατήσει εκείνους τους παίκτες. Και αφού τους έχασε και δε βρήκε αντάξιούς τους, πέρασε σε αυτά τα πολύ δύσκολα χρόνια. Σε αυτό φταίει και το γεγονός ότι οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, όταν ξεκίνησαν να ασχολούνται με τον μπασκετικό Παναθηναϊκό, δεν έδιναν μεγάλη χρηματική βοήθεια, για να παραμείνει η ομάδα στην κορυφή. Κι αυτό, γιατί μέχρι το 1990 οι ομάδες ήταν ερασιτεχνικές, οπότε δεν μπορούσαν να έχουν τον πλήρη έλεγχο της ομάδας. Γι’ αυτό και ήταν πιο επιφυλακτικοί. Εκεί χάθηκε πολύς χρόνος και, ασφαλώς, πολλοί τίτλοι.

 

7. Μετά από αυτά τα χρόνια, όμως, η ομάδα όχι απλά επανήλθε, αλλά έγινε και μία κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα. Πώς έγινε αυτή η αλλαγή;

Αρχικά, αφού έγινε Ανώνυμη Εταιρεία, βρήκε στο πρόσωπο δύο πολύ ισχυρών οικονομικών παραγόντων, των αδελφών Γιαννακόπουλων, την χρηματοδότηση που χρειαζόταν για να ξαναφτάσει ψηλά. Από εκεί και πέρα, έπρεπε να βρεθούν οι άνθρωποι που θα υλοποιούσαν αυτόν το στόχο και θα δημιουργούσαν μία «δυναστεία», κάτι που χρειάστηκε πολλή δουλειά και χρόνο και που τελικά έγινε. Μπορεί η ομάδα να πήρε το πρώτο της ευρωπαϊκό με τον Μάλκοβιτς, αλλά οι πιο στέρεες βάσεις και η πραγματική αυτοκρατορία «χτίστηκαν» επί Ομπράντοβιτς. Εκεί βρέθηκαν ξανά οι ικανότεροι παίκτες και οι πιο μεγάλες προσωπικότητες, μαζί με ανθρώπους που διέθεταν πια μεγάλη γνώση και εμπειρία, οι οποίοι θα τους ενέπνεαν για τις επιτυχίες αυτές.

 

8. Γιατί φύγατε από τον Παναθηναϊκό;

 Μετά από πολλά χρόνια, παρουσιάζεται μία κούραση και μία διάθεση για κάτι καινούργιο και από τις δύο πλευρές. Οπότε, για το καλό και των δύο μας, όπως αποδείχθηκε, λύθηκε και η συνεργασία μας.

 

9. Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο για εσάς είναι και η Εθνική ομάδα. Μπορείτε να μου μιλήσετε για τις εποχές προ και μετά Ευρωμπάσκετ ’87;

Φτιάχτηκε ένα πολύ δυνατό σύνολο με μεγάλες, δύσκολες προσωπικότητες, από το οποίο δεν έλειπαν οι κόντρες. Όμως, ανεξάρτητα από τα προτερήματα ή τα μειονεκτήματα καθενός, ενώθηκαν όλοι μαζί για να κάνουν μία κοινή προσπάθεια με στόχο την επιτυχία. Υπήρχε δηλαδή, πέρα από τα υπόλοιπα, η «σπίθα» για να ξεκινήσει όλο αυτό που κατέληξε σε εκείνο το Ευρωμπάσκετ. Πέρα από τη διάθεση, όμως, με τις περιοδείες που κάναμε στο εξωτερικό, κατανοήσαμε και τι άλλο μας έλειπε και αναζητήσαμε τα άτομα που θα μας βοηθούσαν να εξελιχθούμε, να ανεβούμε επίπεδο. Υπήρχε, δηλαδή, η θέληση και η αισιοδοξία για το «κάτι παραπάνω». Με τη σταδιακή κατάκτηση της γνώσης και το συναπάντημα όλων αυτών των προσωπικοτήτων που «συμπλήρωναν το πάζλ», ιδίως την πρόσθεση του Φασούλα και του Χριστοδούλου στην ομάδα, ανεβήκαμε «σκαλοπάτια», μέχρι να φτάσουμε στο σημείο όπου βρεθήκαμε το ’87, και όπου ακόμη και τώρα βρισκόμαστε. Μετά το Ευρωμπάσκετ, αποδείξαμε μεν αγωνιστικά ότι δεν ήταν «πυροτέχνημα» αυτή η επιτυχία, δεν καταφέραμε όμως να την εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Υπήρχε μία ανικανότητα σωστής διαχείρισης, δηλαδή, των οικονομικών πόρων που ήρθαν μετά το Ευρωμπάσκετ. Αναλωθήκαμε σε βραχυπρόθεσμες οικονομικές συναλλαγές, οι οποίες σε βάθος χρόνου έκαναν πολλούς συλλόγους να έχουν προβλήματα οικονομικά, και τελικά να μην μπορούν να βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, όπως ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός τώρα. Αν τα χρήματα, δηλαδή, δε «σπαταλούνταν» σε μεταγραφές παικτών με υπερβολικά ποσά, αλλά σε άλλες δραστηριότητες, όπως η περαιτέρω βελτίωση των υποδομών των ομάδων ή η δημιουργία γηπέδων, όπως έχει κάνει ο Απόλλων Πατρών, το ελληνικό μπάσκετ θα ήταν ακόμη ισχυρότερο σήμερα.

 

10. Τι θυμάστε από τη μαγική βραδιά με τη Σοβιετική Ένωση, και ειδικά τα τελευταία 10 δευτερόλεπτα του αγώνα;

Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στο στόχο, όπως και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες που βρίσκονταν στο γήπεδο, ανεπηρέαστος από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Γιατί άλλο είναι να βρίσκεσαι εκτός γηπέδου και άλλο εντός. Η ταχύτητα των φάσεων δε σου δίνει τη δυνατότητα να εκφράζεσαι συναισθηματικά και να παρασύρεσαι.

 

11. Μετά το σουτ του Γιοβάισα όμως;

 Άλλη στιγμή αυτή, απερίγραπτη!

 

12. Πριν ήταν η εποχή η δική σας, του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του Χριστοδούλου και όλων των υπολοίπων. Τώρα είναι η εποχή του Διαμαντίδη, του Σπανούλη, του Παπαλουκά, του Ζήση, του Τσαρτσαρή, του Φώτση και όλων αυτών των επίσης σπουδαίων. Πώς τους κρίνετε αμφότερους τους παίκτες των εποχών αυτών;

 Είναι τεχνικά καλύτεροι οι σημερινοί, όσο και αθλητικά. Είναι πολύ πιο εξειδικευμένοι και, πάνω από όλα, επαγγελματίες. Είναι, γενικότερα, καλύτεροι από εμάς!

 

13. Τι έχετε νε πείτε τώρα για τις δύο μεγάλες δυνάμεις του ελληνικού μπάσκετ, τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό και τον νταμπλούχο Παναθηναϊκό, καθώς και για τους δύο προπονητές τους, Μπαρτζώκα και Πεδουλάκη;

 Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να μιλήσουμε. Φαίνεται, όμως, ότι βαδίζουν με βήματα σταθερά, με ηρεμία, και χωρίς πολλές απώλειες, προς τους στόχους που έχουν ήδη τεθεί. Και όλα αυτά γιατί είναι επιτυχημένοι. Εκπέμπουν μεγάλη αισιοδοξία, με λίγα λόγια, και για την επόμενη σεζόν. Όσον αφορά τους δύο κόουτς, είναι και οι δύο εξαιρετικοί και δίκαια, βάσει αποτελέσματος, βρίσκονται σε αυτό το σημείο. Ίσως η κριτική που τους ασκήθηκε να ήταν λίγο αυστηρή κατά τη διάρκεια της χρονιάς, αλλά είναι και αυτή μέσα στο παιχνίδι.

 

14. Εφόσον έχετε ζήσει και τις δύο, τι διαφορά έχει κόουτς η προπονητική καριέρα από αυτήν του παίκτη;

Είναι δύο εντελώς διαφορετικές εμπειρίες. Η βασικότερη διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι ως προπονητής δουλεύεις με το μέρος του μυαλού το αναλυτικό, ενώ ως παίκτης με αυτό που προωθεί το ένστικτο, τον αυτοσχεδιασμό. Και, φυσικά, αυτά τα δύο μέρη δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους, ιδιαίτερα όταν είσαι προπονητής, καθώς μπορεί εύκολα να οδηγηθείς στην αποτυχία.

 

15. Τελικά, τι συμβουλεύει ένας άνθρωπος έμπειρος στους νεότερους;

  Όπως πολύ σοφά έλεγαν οι Αρχαίοι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, να έχουν επιμονή. Όσο ταλέντο και ευφυΐα κι αν διαθέτεις σε έναν τομέα, αν δεν έχεις αυτό το προσόν, τότε η επιτυχία σου δεν είναι καθόλου δεδομένη!