Σάββατο, 19 Απρίλιος 2014 07:11

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΣ: «Θέλει δουλειά και μεράκι»

Γράφτηκε από τον

Συνέντευξη στον Ραφαήλ Αλαγά η οποία δημοσιεύθηκε στο basketblog.gr έδωσε ο κορυφαίος Καλαματιανός μπασκετμπολίστας Νίκος Χατζής. Αναλυτικά, το κείμενο έχει ως εξής:



Στο παιχνίδι μεταξύ Ηλυσιακού και Ικάρου Χαλκίδας (τελικό σκορ 79-71 για την ομάδα του Δημήτρη Κουστένη) πέτυχε 19 σημαντικούς πόντους, τόσο για την ομάδα του, όσο και για τον ίδιο προσωπικά, καθώς με αυτούς κατάφερε να ξεπεράσει τον Άγγελο Κορωνιό και να γίνει πρώτος σκόρερ στην ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος.
Βέβαια, δεν χρειαζόταν αυτό το επίτευγμα για να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι είναι μία μεγάλη προσωπικότητα του ελληνικού μπάσκετ. Στα 37 του χρόνια, ο Νίκος Χατζής έχει κατακτήσει σχεδόν τα πάντα, όντας πρωταθλητής Ελλάδος (2002), κυπελλούχος Ελλάδος (2000,2001), κυπελλούχος Ευρώπης (2000) και φιναλίστ Ευρωλίγκα (1998) με την Α.Ε.Κ. (1995-2005 και 2007-2009), πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Παίδων (1993), παγκόσμιος πρωταθλητής με την Εθνική Εφήβων (1995), έχοντας «κρούσει» πολλάκις τη δωδεκάδα αυτής των Ανδρών και έχοντας περάσει κι από άλλους ιστορικούς συλλόγους, όπως ο Ολυμπιακός και ο Πανιώνιος (τη διετία 2005-2007), και πλέον αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στο «LivreD’Or» του αθλήματος στην χώρα μας
Με αφορμή το πρόσφατο επίτευγμά του δεν αρνήθηκε να μας παραχωρήσει την παρακάτω συνέντευξη, όπου μας μιλάει για τα συναισθήματα που του προκάλεσε αυτή του η επιτυχία, το πώς άρχισε να ασχολείται με το μπάσκετ, τις αξίες του αθλήματος, καθώς και το τι χρειάζεται για να ανταποκριθεί κανείς στις εκάστοτε συνθήκες που δημιουργούνται σε αυτό. Όντας το ίδιο προσιτός, μας κάνει μία αναδρομή στη μέχρι σήμερα «μπασκετική ζωή» του και μας αποκαλύπτει τις «κοντινές» του επιδιώξεις και τα σχέδιά του για το μέλλον, τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά την καριέρα του. Δεν παραλείπει στο τέλος να δώσει, ως έμπειρος άνθρωπος, σημαντικές συμβουλές για τους νεότερους, σε αυτές τις δύσκολες εποχές που βιώνουμε.

Πρώτος σκόρερ στη ιστορία του ελληνικού πρωταθλήματος, 1ος σε συμμετοχές στη διοργάνωση. Αν και αρκετά κοινότοπη ερώτηση, τι συναίσθημα σου προκαλεί να είσαι στην κορυφή και να αποτελείς μέρος της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ;
«Μόνο χαρά και ικανοποίηση μπορεί να μου προκαλεί κάτι τέτοιο. Το να καταφέρνεις να γίνεσαι πρώτος σκόρερ ανάμεσα σε όλα αυτά τα «θηρία» που έχουν περάσει από το ελληνικό μπάσκετ μόνο αυτά τα συναισθήματα μπορεί να σου φέρνει».

Και δεν είναι η μόνη σου επιτυχία, ασφαλώς. Έχεις κατακτήσει ουκ ολίγους τίτλους και διακρίσεις σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Ποιος είναι ο επόμενος στόχος, στα 37 σου χρόνια πλέον;
«Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν δύο στόχοι. Ο ένας είναι συλλογικός και αφορά φυσικά την παραμονή της ομάδας στην Α1, με όσες πιθανότητες διαθέτουμε. Ο άλλος είναι ατομικός και είναι να βρεθώ στην πρώτη θέση στην ιστορία του πρωταθλήματος, όσον αφορά τα τρίποντα».

Τι σε γοήτευσε σε αυτό το άθλημα και σου έδωσε το κίνητρο να ξεκινήσεις;
«Δεν ήταν το γεγονός ότι γοητεύτηκα, αλλά ότι μου άρεσε περισσότερο από τα άλλα αθλήματα. Έχοντας δοκιμάσει την τύχη μου στο ποδόσφαιρο, το βόλεϊ και την κολύμβηση, παρατήρησα ότι στο μπάσκετ βελτιωνόμουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα απ’ ότι στα υπόλοιπα. Κάπως έτσι, βλέποντας δηλαδή ότι το μπάσκετ ήταν το άθλημα που μου ταίριαζε περισσότερο από τα υπόλοιπα, καταστάλαξα σε αυτό».

Ξεκίνησες να παίζεις μπάσκετ μετά το 1987, σε μία εποχή όπου πολλοί, επηρεασμένοι από τη μεγάλη επιτυχία της Εθνικής ομάδας επί των Σοβιετικών, επίσης ξεκίνησαν να ασχολούνται με αυτό.
«Αυτό είναι αλήθεια. Μπορώ να πω ότι είμαι κι εγώ «παιδί του ‘87» και της μεγάλης εκείνης επιτυχίας. Παρότι το άθλημα δεν είχε πολύ μεγάλη ανταπόκριση έως τότε, όλη η Ελλάδα παρακολούθησε και «αγκάλιασε» την προσπάθεια εκείνη. Η νίκη, μάλιστα, απέναντι σε μία πολύ μεγάλη ομάδα, όπως οι Σοβιετικοί και η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού, ήταν αυτή που «εκτόξευσε» την φήμη του αθλήματος εδώ. Μία εθνική επιτυχία, άλλωστε, είναι πάντα σημαντικότερη από κάποια συλλογική, καθώς η εθνική ομάδα είναι η «βιτρίνα» κάθε αθλήματος σε μία χώρα, γι’ αυτό και τα άτομα, ειδικότερα μικρών ηλικιών, που ασχολήθηκαν με το άθλημα μετά από αυτό το γεγονός, ήταν πάρα πολλά. Επίσης αυτό το κατόρθωμα απέδειξε ότι, παρότι το ποδόσφαιρο είναι πιο δημοφιλές ως άθλημα, το μπάσκετ είναι αυτό που βρίσκεται περισσότερο στο DNA του Έλληνα».

Όλοι είχαν κάποιον παίκτη πρότυπο τότε, εσύ ποιον είχες και για ποιους λόγους;
«Θέλει και ερώτημα; Τον Νίκο Γκάλη. Ήταν μοναδικός σε όσα έκανε στο παρκέ και άλλος σαν αυτόν δεν πιστεύω ότι θα ξαναπεράσει».

Ποιος είναι ο άνθρωπος από τον χώρο του μπάσκετ που σε έχει βοηθήσει περισσότερο από όλους;
«Δε θέλω να αναφερθώ συγκεκριμένα σε κάποιον, καθώς στη μέχρι τώρα καριέρα μου από όλους έχω στηριχθεί και όλοι μου έχουν δείξει εμπιστοσύνη. Από όλους τους προπονητές που είχα, μέχρι τις διοικήσεις των εκάστοτε ομάδων όπου αγωνίστηκα, και φυσικά την οικογένειά μου. Όλοι αυτοί μου έδιναν τη βεβαιότητα να συνεχίσω και να βαδίζω κάθε χρόνο προς την επιτυχία».

Πολύ γρήγορα άρχισες να ξεχωρίζεις και αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι η πρώτη σου ομάδα στη μεγάλη κατηγορία ήταν η τότε μεγάλη Α.Ε.Κ. Πίστεψες τότε ότι αυτό δεν ήταν τυχαίο και σήμαινε την αρχή μίας μεγάλης καριέρας; Περίμενες κάτι τέτοιο, να γίνεις δηλαδή μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της ομάδας και του ελληνικού μπάσκετ;
«Κοίταξε, εκείνο το καλοκαίρι, μετά την επιτυχία με τους εφήβους, είχα προτάσεις από πολλές ομάδες. Απλώς επέλεξα την Α.Ε.Κ. επειδή πίστεψα ότι μπορούσα να πετύχω πολλά πράγματα εκεί. Ήταν μία ομάδα με κόσμο, ιστορία, «δίψα» για διάκριση και μία διοίκηση που ξεκινούσε μία καινούργια προσπάθεια για να φτάσει την ομάδα σε πολύ υψηλό επίπεδο ].

Μήπως ήταν επίσης το γεγονός ότι εκεί θα σου δινόταν πιο εύκολα η ευκαιρία να διακριθείς προσωπικά απ’ ότι σε άλλες ομάδες;
«Δεν ισχύει ιδιαίτερα κάτι τέτοιο. Απλώς τότε ο κύριος Τζούροβιτς πίστεψε στις δυνατότητες και το ταλέντο κάποιων παιδιών, όπως εγώ ο Κακιούζης, ο Μπαρλάς και μας έδωσε σημαντικό χρόνο συμμετοχής από την πρώτη κιόλας σεζόν. Φυσικά εμείς δεν χάσαμε αυτήν την ευκαιρία και επιβεβαιώσαμε την πίστη του προπονητή σε εμάς, καθώς και της διοίκησης, η οποία αποφάσισε να επενδύσει στο μέλλον της ομάδας, αποκτώντας τρεις παίκτες 19 χρονών εκείνο το καλοκαίρι».

Τελικά έμελλες να γίνεις μία από τις «σημαίες» της ομάδας; Πώς είναι να γράφεται το όνομά σου δίπλα σε παίκτες, όπως ο Αμερικάνος, ο Ζούπας, ο Μόσχος, ο Κακιούζης και πολλοί άλλοι;
«Νιώθω πολύ όμορφα! Έχοντας πετύχει με αυτήν την ομάδα πολλά και σημαντικά πράγματα, είναι μεγάλη «προίκα» για μένα να γράφομαι στην ιστορία της, μαζί με αυτά τα τεράστια ονόματα».

Αυτό, βέβαια, δε σε επηρέασε από το να μετακομίσεις, τη σεζόν 2005-2006 στον Πειραιά για λογαριασμό του Ολυμπιακού, έναν από τους δύο μεγαλύτερους αντιπάλους της Α.Ε.Κ. Πόσο δύσκολη ήταν η εμπειρία εκεί, με βάση το γεγονός ότι τότε η ομάδα βρισκόταν στα δικά της «πέτρινα» χρόνια;
«Εκείνη την χρονιά είχα δύο προτάσεις, μία από το εξωτερικό και αυτήν από τον Ολυμπιακό. Τελικά εκείνη του Ολυμπιακού ήταν πιο ελκυστική, και στο οικονομικό αλλά και στο αγωνιστικό κομμάτι, και γι’ αυτόν το λόγο την επέλεξα. Το γεγονός ότι βρισκόταν στα «πέτρινα» χρόνια του, καθώς και σε μία εποχή όπου κυριαρχούσε ο Παναθηναϊκός, ήταν και αυτό που με εξίταρε περισσότερο, διότι μου θύμιζε το ξεκίνημα που έκανε η Α.Ε.Κ., όταν αποκτήθηκα. Η διοίκηση είχε μόλις αλλάξει (από τον κύριο Κόκκαλη στον κύριο Αγγελόπουλο), υπήρχε μεγάλη θέληση για διάκριση, καθώς και η επιθυμία η νέα αυτή προσπάθεια να στηριχθεί από έμπειρους παίκτες, όπως εγώ. Χάρηκα, λοιπόν, στην ιδέα αυτής της μεταγραφής και δέχθηκα να παίξω στον Ολυμπιακό».

Βέβαια, λίγα χρόνια μετά ξαναέφτασε στο σημείο να γίνει ανταγωνιστική και να ξαναβρεθεί στην ελληνική και ευρωπαϊκή κορυφή, κάνοντάς μας μαζί με τον Παναθηναϊκό κάθε χρόνο υπερήφανους. Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το επίτευγμα αυτό, να συνεχίζουν να βρίσκονται δηλαδή δύο ελληνικές ομάδες στο ύψιστο επίπεδο, εν μέσω πολύ δύσκολων καιρών;
«Είναι ασφαλώς κάτι πολύ δύσκολο. Όμως, όταν υπάρχουν χρήματα, κόσμος, πλάνο, οργάνωση και μία «δυνατή» έδρα, τότε ο δρόμος προς την επιτυχία μπορεί να γίνει πιο εύκολος. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό για όλους όσοι ασχολούμαστε με το μπάσκετ, το τρόπαιο να έρχεται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, όποια ομάδα κι αν το κατακτά. Αυτό που συνέβη με τους τρεις συνεχόμενους ευρωπαϊκούς τίτλους δεν είναι καθόλου τυχαίο και επιβεβαιώνει αυτό που είπαμε νωρίτερα περί DNA».

Τώρα πια έρχεται άλλη μία μεγάλη πρόκληση και για τους δύο. Απ’ ότι φαίνεται, ο νικητής του ματς στο Σ.Ε.Φ. θα παίξει με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και ο ηττημένος με τη Ρεάλ. Αμφότεροι οι «αιώνιοι» θα κληθούν να περάσουν το σκόπελό τους με μειονέκτημα έδρας. Μπορείς να κάνεις μία σύντομη ανάλυση των δύο αυτών αντιπάλων και των πιθανοτήτων που διαθέτουν «Πράσινοι» και «Ερυθρόλευκοι» για την πρόκριση;
«Για να σου το θέσω έτσι, πιστεύω ότι αυτές οι 4 ομάδες θα μπορούσαν να είναι αυτές που θα βρίσκονταν στο Final-4. Μπορεί η Ρεάλ και η ΤΣΣΚΑ να έχουν το πλεονέκτημα, όμως έχω την εντύπωση πως θα δούμε δύο σειρές που θα είναι αμφίρροπες και με όλα τα τελικά αποτελέσματα το ίδιο πιθανά. Η πρόκριση, εδώ, είναι κυρίως θέμα ημέρας στα ματς που θα διεξαχθούν, ενώ εξαρτάται και από τις λύσεις που θα έχει κάθε ομάδα, όσο προχωρά η σειρά, ανάλογα με τη διαχείριση του προπονητή. Επίσης, μπορεί και να κριθούν από την επιτυχία των καινούργιων προσθηκών που μπορεί να κάνει κάθε προπονητής στο τακτικό του πλάνο, προκειμένου να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο».

Έχουμε από τη μία πλευρά τους δύο «αιώνιους» που κάθε χρόνο είναι στην «πρώτη γραμμή», από την άλλη όμως ένα πρωτάθλημα παρηκμασμένο, με τον νικητή να είναι δεδομένα ένας από τους δύο, έχοντας χαώδη διαφορά από τους υπόλοιπους. Ποιοι είναι οι βασικότεροι λόγοι που αυτό συμβαίνει, ενώ μέχρι αρκετά πρόσφατα περίπου ήταν πλήρως ανταγωνιστικό και αγωνιώδες;
«Πιστεύω πως όλα ξεκινούν από τις διοικήσεις των ομάδων, τα κεφάλαια που εξασφαλίζουν για αυτές, καθώς και τον λαό που τις ακολουθεί. Αυτό είναι που κάνει τόσο μεγάλη τη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δύο και τους υπόλοιπους και έχει χαμηλώσει την ανταγωνιστικότητα του πρωταθλήματος».

Μπορεί να είσαι μία μεγάλη προσωπικότητα, πλην όμως πολύ ήρεμη ίσως για το ρόλο που ανέλαβες με την πάροδο του χρόνου, αυτήν του ηγέτη. Μήπως αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που σε διαχωρίζουν από παίκτες, όπως ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης, παρότι βρίσκεσαι περισσότερα χρόνια στο κορυφαίο επίπεδο, έχοντας και πολλά επιτεύγματα;
«Είναι θέμα χαρακτήρα. Το γεγονός ότι δεν φαίνεται η ενέργεια και ο εκνευρισμός μου στο παρκέ, δε σημαίνει κιόλας ότι δε «βράζει» το αίμα μου και δε δίνω το καλύτερο δυνατό των ικανοτήτων μου για να βοηθήσω την ομάδα να κερδίσει. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωσή μου, τόσο εντός, όσο και εκτός γηπέδου».

Ποιος είναι για σένα ο κορυφαίος Έλληνας και ποιος ο κορυφαίος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών;
«Από τους Έλληνες ο Νίκος Γκάλης. Καλύτερο Ευρωπαίο θα έλεγα τον Ντράζεν Πέτροβιτς, αν και, όπως όλοι μας, θα ήθελα να δω τη συνέχεια και την κατάληξη της καριέρας του».

Ξεκίνησες στο κορυφαίο επίπεδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ μόλις στα 19 σου χρόνια, το 1995. Από τότε, το μπάσκετ έχει αλλάξει πάρα πολύ. Έχει γίνει σαφώς πιο γρήγορο και πλέον η δύναμη, η ενέργεια και οι αθλητικές ικανότητες είναι στοιχεία που το χαρακτηρίζουν. Πόσο δύσκολη είναι η προσαρμογή σε αυτόν τον τρόπο παιχνιδιού για έναν παίκτη που είχε μάθει σε σχεδόν εντελώς διαφορετική νοοτροπία;
«Ασφαλώς δεν είναι εύκολη μία τέτοια προσαρμογή, διότι σίγουρα το μπάσκετ έχει αλλάξει κατά πολύ σε σχέση με τότε. Ωστόσο, αυτή η προσαρμογή μπορεί να επιτευχθεί αν ο παίκτης είναι πνευματικά δυνατός. Το μυαλό, το να μπορείς να διαβάζεις δηλαδή το παιχνίδι, και η καρδιά προηγούνται των υπολοίπων και είναι τα πρώτα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ένας παίκτης, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες».

Πότε πιστεύεις ότι αδικήθηκες περισσότερο και για ποιο λόγο;
«Όπως έχω πει και παλιότερα, αυτό που μου λείπει περισσότερο από την καριέρα μου είναι μία συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση με την Εθνική ομάδα. Για πολλά χρόνια συμμετείχα σε προετοιμασίες και προκριματικούς αγώνες, χωρίς να είμαι όμως ποτέ στην τελική δωδεκάδα. Αυτό είναι ένα σημείο όπου πιστεύω πως αδικήθηκα».

Εκτός από το ότι είσαι επαγγελματίας παίκτης, έχεις αναπτύξει κι άλλες δραστηριότητες στο άθλημα, όπως τα camp που έχεις διοργανώσει κατά καιρούς. Ποιοι ήταν οι σκοποί σου για να τα διοργανώσεις; Τους κατάφερες;
«Είναι πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, από τη μικρότερη ηλικία, να μαθαίνει κανείς στο μπάσκετ κάποια βασικά πράγματα σωστά. Για παράδειγμα, αν μάθει ένα παιδί από τότε να κάνει μία κίνηση με ή χωρίς την μπάλα σωστά και συνεχίσει να την εξασκεί για πολλά χρόνια, θα είναι δύσκολο αργότερα, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, να την κάνει λανθασμένα. Αυτό ήταν το βασικότερο κίνητρο για να διοργανώσω camp, όπως εκείνο της Καλαμάτας, και μπορώ να πω ότι τελικά έμεινα ικανοποιημένος. Έγινε δουλειά και πολλά παιδιά μου ζήτησαν την επανάληψη αυτού του camp, προκειμένου να συμμετάσχουν και να δουλέψουν ξανά μαζί μου».

Διανύεις την 5η σου χρονιά στον Ηλυσιακό. Τι σου έχει προσφέρει αυτή η ομάδα, που σε αγωνιστικό και ιστορικό επίπεδο δεν είναι ανάλογη των προηγούμενων ομάδων σου (Α.Ε.Κ., Ολυμπιακός, Πανιώνιος);
«Αυτό που με προσέλκυσε στον Ηλυσιακό ήταν η αγάπη και η εκτίμηση που έδειξαν όλοι στο πρόσωπό μου, από τη διοίκηση μέχρι τους φιλάθλους της ομάδας. Ήταν μεγάλη τους χαρά που δέχθηκα να παίξω γι’ αυτούς και θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον πρόεδρο της ομάδας, τον κύριο Γαμπιεράκη, για την ικανοποίησή του που πραγματοποιήθηκε αυτή η μεταγραφή και την απεριόριστη εμπιστοσύνη που μου έδειξε ].

Όμως φαίνεται πως η Α.Ε.Κ. θα ανέβει φέτος στην πρώτη κατηγορία. Είναι πιθανό το ενδεχόμενο επιστροφής σου για έναν τελευταίο «χορό»;
«Είναι ένα πολύ καλό σενάριο αυτό που μόλις τώρα ανέφερες, όμως το ιδανικό είναι να μείνει ο Ηλυσιακός στην Α1».

Μετά το τέλος της καριέρας σου, θα ήθελες να γίνεις προπονητής; Πιστεύεις ότι μπορείς να αντεπεξέλθεις σε αυτό το πολύ διαφορετικό πόστο;
«Πιστεύω πως, όντως, το επόμενό μου «βήμα» είναι να ασχοληθώ με την προπονητική. Αποτελεί μεγάλη προσωπική επιθυμία, καθώς πιστεύω πως, ως παίκτης έμαθα πολλά πράγματα και θα ήθελα να τα περάσω στους επόμενους ως προπονητής».

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αξίες που έλαβες ως άνθρωπος του μπάσκετ;
«Πρώτα και πριν απ’ όλα, μεγαλύτερη αξία που έμαθα και που πιστεύω πως πρέπει να υπάρχει σε κάθε παίκτη, είναι ο σεβασμός. Σεβασμός προς τους συμπαίκτες σου, τον προπονητή, τη διοίκηση, την «φανέλα», τον κόσμο, όλα τα άτομα δηλαδή που περιβάλλουν μία ομάδα. Μία ακόμη αξία που μαθαίνεις, και δη όταν έχεις δουλέψει σε μεγάλα «κλαμπ», είναι η πειθαρχία. Πολύ απλά, δεν μπορείς να δουλέψεις ανεξέλεγκτα και οφείλεις να παίζεις για το καλό του συνόλου».

Τι θα μπορούσε ένας άνθρωπος της ηλικίας και της εμπειρίας σου, μετά από όσα έχεις ζήσει, να συμβουλεύσει στους νεότερους, σε αυτήν την πολύ δυσμενή συγκυρία, από την οποία η έξοδος φαίνεται πως, αν γίνει ποτέ, δε θα είναι σε καμία περίπτωση γρήγορα.
«Θα ήθελα να συμβουλεύσω σε όλους κάτι που ισχύει και στο μπάσκετ και για την προσωπική ζωή όλων μας. Αυτό είναι ασφαλώς η συγκέντρωση στο στόχο, καθώς και να τον «κυνηγήσουν», προκειμένου να τον πετύχουν. Με πολλή δουλειά και μεράκι, πιστεύω πως όλοι μπορούν να καταφέρουν όσα επιθυμούν».