Μπορεί αυτήν την φορά να διεξάγεται χωρίς ελληνική παρουσία στο Μιλάνο, όμως τα ονόματα και η ποιότητα των τεσσάρων ομάδων που βρίσκονται στην «πρωτεύουσα της μόδας» κάθε άλλο παρά αδιάφορο καθιστούν το κορυφαίο αυτό γεγονός. Τέσσερις ομάδες που, βάσει της πορείας τους καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν, πανάξια θα είναι οι άμεσες διεκδικήτριες του τίτλου.
Πριν, όμως, από τη στιγμή του Μεγάλου Τελικού, υπάρχουν δύο πολύ ενδιαφέροντες ημιτελικοί, σχεδόν ίδιοι με τους περσινούς στο Λονδίνο. Μόνη διαφορά είναι ουσιαστικά η παρουσία της Μακάμπι Τελ Αβίβ αντί του Ολυμπιακού, απέναντι στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Ο πρώτος ημιτελικός, όμως, της αποψινής μακράς βραδιάς, παραμένει το ίδιο ενδιαφέρων και σημαντικός με τον περσινό, όταν και οι «Ερυθρόλευκοι» είχαν κατατροπώσει τους Μοσχοβίτες με 69-52, κόντρα σε κάθε προγνωστικό και κυριαρχώντας απόλυτα για 40 λεπτά. Πλέον, ο Μεσίνα και το σύνολό του θα βρουν μπροστά τους την ομάδα του Ντέιβιντ Μπλατ, την οποία δεν περιμέναμε στην αρχή της σεζόν να φτάσει έως εδώ. Γνωρίζαμε ότι με τις μεταγραφές που έκανε θα γινόταν πιο ανταγωνιστική, αλλά όχι σε βαθμό να τη θεωρούμε ικανή μέχρι και να σηκώσει την κούπα.
Μία ομάδα, λοιπόν, που συνεχώς μας εκπλήσσει. Πήρε την πρώτη θέση στον όμιλο της φάσης των «32», κατέλαβε την τρίτη στον όμιλο του Top-16, δείχνοντας παράλληλα πόσο υπολογίσιμη πρέπει να είναι από όλους απέναντι σε Ρεάλ και ΤΣΣΚΑ, ενώ δεν είχε πρόβλημα να αποδείξει στην Αρμάνι ότι πρέπει να κάνει αρκετά πράγματα ακόμη για να θεωρηθεί άξια συνδιεκδικήτρια του τροπαίου, παρότι φέτος έκανε όντως ένα μεγάλο «άλμα» στη διοργάνωση, φέρνοντας πολλές υποσχέσεις για την επόμενη σεζόν. Αυτό το σύνολο χωρίς κανέναν μεγάλο αστέρα, πλην όμως άρτια οργανωμένο, με ξεκάθαρους ρόλους για κάθε παίκτη και συγκεκριμένη φιλοσοφία, έχοντας ως κύριο στοιχείο μία τρομερή ομαδικότητα (όπως, άλλωστε επεσήμανε και ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης στο Euroleague Show), με τρομερή αλληλεγγύη μεταξύ καθενός, έναν προπονητή-«μαέστρο» και μία φανέλα πολύ «βαριά» για να προβεί κανείς στο «ατόπημα» να την υποτιμήσει, κατάφερε να προκριθεί στους κορυφαίους τέσσερις της διοργάνωσης και να έχει ήδη κερδίσει τον θαυμασμό όλων μας για αυτό που παρουσίασε από την αρχή της σεζόν μέχρι σήμερα. Η Μακάμπι, ακριβώς για τους προαναφερθέντες λόγους, είναι ίσως η ομάδα με το λιγότερο άγχος, καθώς ήδη με την πρόκρισή της στο Final-4 θεωρείται επιτυχημένη, άρα και ιδιαίτερα επικίνδυνη για τους δύο αντιπάλους που θα βρεθούν απέναντί της.
Μπροστά της θα βρει, όπως ήδη αναφέραμε, την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, μία ομάδα η οποία είναι ίσως άλλη μία φορά, σε αντίθεση με τους Ισραηλινούς, η πλέον αγχωμένη του τουρνουά. Οι «τραυματικές» της εμπειρίες στα δύο προηγούμενα Final-4 και το ήδη «βεβαρυμμένο» κλίμα που υπάρχει στις τάξεις των Μοσχοβιτών από εκείνες τις αποτυχίες, καθώς και το 2-0 της Λοκομοτίβ Κουμπάν στο εγχώριο πρωτάθλημα (με διπλό break στην έδρα της ΤΣΣΚΑ), παρουσιάζουν αυτό το Final-4 ίσως την τελευταία ευκαιρία σε αυτήν την ομάδα, καθώς και τον προπονητή της, να κατακτήσουν ένα τρόπαιο. Διαφορετικά θα μιλάμε το καλοκαίρι για εκτεταμένο «λίφτινγκ» της «Ομάδας του Στρατού», ειδικότερα αν ηττηθεί στον αποψινό ημιτελικό. Προσωπικά, δεν ξέρω κατά πόσο το μπάσκετ που παίζει ο Μεσίνα, με 5 παίκτες ενίοτε στο παρκέ άνω των 2 μέτρων (έχουμε δει μαζί Κρίστιτς και Καούν ή Χριάπα στο «1» επί παραδείγματι), σε μία εποχή όπου τα ψηλά και βαριά κορμιά κάθε άλλο παρά επικρατούν, κι έχοντας μόνο 2 παίκτες με καθαρά επιθετικό προσανατολισμό (Τεόντοσιτς, Γουίμς), θα τον βοηθήσει να κερδίσει τη Μακάμπι, πόσο μάλλον να κερδίσει το τρόπαιο. Σε κάθε αγώνα δίνει την αίσθηση ότι το τρόπον τινά «επαναστατικό», πλην αναχρονιστικό, στυλ παιχνιδιού που ακολουθεί, θα τον προδώσει και θα «πληγώσει» βαρύτατα το σύνολό του, όμως μέχρι τώρα τα έχει καταφέρει. Θα έχει την ίδια επιτυχία και στο Final-4; Μέγα στοίχημα που μόνο ένας κόουτς σαν τον Ιταλό θα το έβαζε.
Και περνάμε πλέον στον άλλον ημιτελικό, μία επανάληψη του περσινού «Clasico», στο οποίο η Ρεάλ αφού περιόρισε τον Ναβάρο και «έδειρε» τον εξαιρετικό τότε Τόμιτς, κατάφερε στο τέλος να επικρατήσει και να φτάσει στον τελικό, γενομένη άλλο ένα «θύμα» του φοβερού εκείνες τις μέρες Ολυμπιακού. Φέτος, όμως, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Ο Τσάβι Πασκουάλ, εκπλήσσοντάς μας όλους με τη διαρκή βελτίωσή του ως προπονητή, κράτησε έναν πολύ καλό και σταθερό κορμό με παίκτες που ήδη γνωρίζονταν πολύ καλά, προσθέτοντας σε αυτόν πολύ ποιοτικές λύσεις καλαθοσφαιριστών που προσαρμόστηκαν ταχύτατα και δημιουργώντας ένα ρόστερ με αξιοθαύμαστο «βάθος», ικανό να ανταποκριθεί σε πλείστα στυλ παιχνιδιού (χαμηλό σκορ-τέμπο ή υψηλό σκορ-τέμπο, παιχνίδι στη ρακέτα ή παιχνίδι στην περιφέρεια). Αυτή η «Λερναία Ύδρα» δεν έχει καμία σχέση με την περσινή Μπαρτσελόνα που περίμενε τα πάντα από τον Ναβάρο, τον Γιασικεβίτσιους και τον Τόμιτς. Είναι έτσι πλέον διαμορφωμένο το σύνολο, ώστε όλοι οι παίκτες μπορούν να βοηθήσουν στην κρίσιμη στιγμή, χωρίς να αναζητούν τον αρχηγό τους.
Απεναντίας, η Ρεάλ είναι μέσες-άκρες η «πυρηνοκίνητη» ομάδα που συναντήσαμε και πέρυσι. Ο Λάσο προσπάθησε και πράγματι προσέθεσε κάποια στοιχεία τακτικής και αμυντικής συμπεριφοράς που δεν υπήρχαν πέρυσι (το «αφελές» μπάσκετ που έπαιζε της κόστισε εκείνη την εκατοστάρα του τελικού), βάζοντας μερικές φορές τους παίκτες του περισσότερο σε διαδικασία «σκέψης», σκοπιμότητας και προσπάθειας να φανούν πιο δυνατοί στο παιχνίδι τους, ειδικά στη ρακέτα. Όλα αυτά τα κατάφερε με την «αναβάθμιση» του ρόλου του Σέρχιο Ροντρίγκεζ (πέρυσι στα κρίσιμα σημεία για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο τον κρατούσε στον πάγκο) και με την απόκτηση βαριών σωμάτων στο «ζωγραφιστό», όπως του Μπουρούση ή του Μεϊρί. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως άλλαξε ιδιαίτερα το DNA της ομάδας, αυτά τα στοιχεία που συμπεριέλαβε στο παιχνίδι της περισσότερο με απλές, πλην ουσιώδεις, «πινελιές» μοιάζουν, παρά με προσπάθεια «μετάλλαξης» του χαρακτήρα της. Η πολυπλοκότητα του παιχνιδιού της Μπαρτσελόνα, από την άλλη, είναι κάτι που θα δυσκολέψει ιδιαίτερα τον κόουτς των «Μερένχες» και θα πρέπει να βρει λύσεις απέναντι σε ένα σύνολο χωρίς φανερές αδυναμίες. Το χαμένο ματς πριν περίπου 10 μέρες για το πρωτάθλημα και ο κερδισμένος τελικός του Κυπέλλου πρέπει να είναι «οδηγός» για το αποψινό ματς.
Πάντως, αν κάποιο από τα δύο παιχνίδια κριθεί στις λεπτομέρειες μάλλον αυτό θα είναι το ντέρμπι μεταξύ των δύο αυτών «αιωνίων» αντιπάλων. Η «αίγλη» και μόνο αυτού του ματς, καθώς και η εκτίμηση από την πλειοψηφία των ασχολούμενων με το μπάσκετ ότι αυτός που θα κερδίσει θα πάρει και το τρόπαιο, επιζητούν κάτι τέτοιο.
Άλλο ένα μεγάλο Final-4 έρχεται στις οθόνες μας και μας υπόσχεται μεγάλες συγκινήσεις. Η κόντρα 21 τροπαίων δεν μπορεί να προμηνύεται παρά συγκλονιστική μέχρι το φινάλε της, με τις 4 ομάδες που βρίσκονται στο Μιλάνο να είναι όσο τίποτε άλλο αποφασισμένες για την επόμενη κατάκτησή τους. Εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να το απολαύσουμε!
Υ.Γ. Η κριτική που ασκείται σε βάρος των ελληνικών ομάδων είναι, ως συνήθως σε αυτήν την χώρα, παράλογη κατά την ταπεινή μου άποψη. Όντως, είναι αποτυχημένη η σεζόν και γι’ αυτό φταίνε πολλοί παράγοντες. Δε σημαίνει όμως ότι πρέπει να δείξουμε ξανά αχαριστία και λησμονήσουμε τις στιγμές δόξας που μας έχουν προσφέρει τα τελευταία 18 χρόνια Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός. Ναι μεν οφείλει να γίνει η κριτική, αλλά σε πλαίσιο στήριξης, ως τη μικρότερη ένδειξη αναγνώρισης του τεράστιου έργου που έχουν επιτελέσει οι δύο «αιώνιοι», τόσο για το ελληνικό, όσο και για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, κάτι που αναγνωρίζεται από όλους στο εξωτερικό. Το καλοκαίρι που έρχεται είναι δύσκολο και άλλη μιζέρια δεν χωρά!
Ραφαήλ Αλαγάς
Άλλο ένα Final-4, λοιπόν, έφτασε. Η κορύφωση της διοργάνωσης της Turkish Airlines Euroleague, η στιγμή που όλοι οι φίλοι του αθλήματος, τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, περιμένουν εναγωνίως επί εννέα περίπου μηνών.
Κατηγορία
ΜΠΑΣΚΕΤ