Κυριακή, 04 Μάιος 2014 07:23

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ: «Η «Μαύρη Θύελλα» χρειάζεται έναν ισχυρό χρηματοδότη»

Γράφτηκε από τον

Ο Αντώνης Γεωργόπουλος ανήκει στην κατηγορία των Μεσσήνιων ποδοσφαιριστών που είχαν τα προσόντα για να φτάσουν ψηλά αλλά η μοίρα το θέλησε έτσι ώστε να ακολουθήσουν διαφορετικό δρόμο.
Σήμερα, στα 42 του και αφού γνώρισε καλά το ρυθμό της ζωής στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε για 5 χρόνια και στην Αθήνα όπου έπαιξε ποδόσφαιρο άλλα 7, έχει επιστρέψει στο χωριό του, τον Πύργο Τριφυλίας και ασχολείται με την καλλιέργεια της γης, αποκομμένος από τα γήπεδα, καθώς ταξιδεύει συχνά στην Αθήνα για την προώθηση των προϊόντων του. Η εικόνα του, πάντως, μόνο παλαίμαχο ποδοσφαιριστή δεν θυμίζει, καθώς παραπέμπει σε μάχιμο...


Ο υψηλόσωμος κεντρικός αμυντικός είχε το 1992 την τύχη να βρεθεί σε μία από τις κορυφαίες... φουρνιές Μεσσήνιων παικτών που κέρδισε την πιο συναρπαστική άνοδο στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
«Στα 19 μου», θυμάται «βρέθηκα στην ομάδα που εκείνη την εποχή αποτελούσε το όνειρο κάθε παιδιού που έπαιζε ποδόσφαιρο το Τοπικό της Μεσσηνίας. Μία μεγάλη οικογένεια που πήγαινε παντού όλη μαζί, 20 άτομα για καφέ ή φαγητό, όταν δεν φτιάχναμε κάτι στο σπίτι με τον Κρανούδη, τον Κοψαχείλη και το Βλαστό που μέναμε τότε μαζί. Στην αρχή βλέποντας δίπλα μου πολύ μεγάλους παίκτες όπως ο Πετρίχος, ο Ρακιντζής, ο Τάσος Καλογερόπουλος, ο Δέδες και ο Βλαστός που είχε παίξει και Ευρώπη με τον ΟΦΗ, έπαθα ένα σοκ αλλά μπήκα γρήγορα σε αυτό το ομαδικό κλίμα και κατάλαβα ότι πρέπει να δουλέψω όσο πιο σκληρά μπορώ γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και να παίξω στην ενδεκάδα».
Η χρονιά ως τα μέσα περίπου δείχνει... περιπετειώδης, με τη «Μαύρη Θύελλα» να βρίσκεται αρχικά κοντά στη γραμμή του υποβιβασμού, όμως με απίστευτο δεύτερο γύρο κάνει 10 νίκες και μία ισοπαλία στις τελευταίες 12 αγωνιστικές και κερδίζει την άνοδο ως δεύτερη σε πενταπλή ισοβαθμία. «Με την πρώτη μου χρονιά σαν επαγγελματίας είχα την ευτυχία όχι απλά να βρίσκομαι σε αυτή τη σπουδαία ομάδα, αλλά να συμμετέχω ενεργά στην τεράστια προσπάθεια που έφερε τα πάνω κάτω και μας οδήγησε σε μία επική άνοδο» λέει ο Αντώνης Γεωργόπουλος που στο δεύτερο μισό της σεζόν καθιερώθηκε στο κέντρο της άμυνας, χάρη στη σπάνια για τη συγκεκριμένη θέση τεχνική που διέθετε, ενώ ήταν καλός και στο ψηλό παιχνίδι.
Εκείνη την ομάδα οι Μεσσήνιοι κυριολεκτικά τα λάτρεψαν γιατί πέρα από τον... τσαμπουκά που διέθετε όπου κι αν έπαιζε, έπαιζε και καλό ποδόσφαιρο. «Ηταν μία εξαιρετική φουρνιά από νεαρούς, που διψούσαμε για διάκριση, δίπλα σε κάποιους πιο έμπειρους που ήταν ηγέτες μέσα και έξω από το γήπεδο και ήξεραν πολλή μπάλα. Αν σε αυτά προστεθεί και ο κόσμος που τότε είχε άλλη δυναμική, από εκείνη την ομάδα δεν έλειπε τίποτα. Οι διαφορές ακόμα και με τους πρωτοπόρους ήταν πολύ μικρές και τις περισσότερες φορές υπέρ μας, αλλά το καταλάβαμε στο δεύτερο γύρο» αναφέρει.
Η άνοδος στη Β’ Εθνική το καλοκαίρι του 1993 φέρνει αναπάντεχες αποχωρήσεις. Κόντρα στην κοινή ποδοσφαιρική λογική ο Σταύρος Παπαδόπουλος που παίρνει για πρώτη φορά επίσημα στα χέρια του τα ηνία, αποφασίζει να αντικαταστήσει το 75% του ρόστερ, φέρνοντας παίκτες με ηχηρά ονόματα και πλούσια προϊστορία σε μεγάλες ομάδες της Αθήνας. Ο Αντώνης Γεωργόπουλος είναι ένας από τους λίγους που παραμένουν και παρά τον έντονο συναγωνισμό, ξεκινά βασικός τόσο στα φιλικά επί Αλέφαντου, όσο και στο ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς με τον Κατσαβάκη στον πάγκο. Η ασπρόμαυρη ομάδα μπορεί εκτός έδρας να μην... τραβάει, ωστόσο ο ίδιος καταφέρνει να διατηρείται στους διακριθέντες κι όλα δείχνουν ότι το μέλλον ανοίγεται διάπλατα μπροστά του. «Στην ομάδα ήρθαν πολλοί καινούργιοι παίκτες και το κλίμα στο εσωτερικό της δεν ήταν το ίδιο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Είχαν αλλάξει πολλά και ήταν πολύ εύκολο να διαταραχθούν οι ισορροπίες μέσα στα αποδυτήρια. Εγώ είχα μία αρκετά καλή σεζόν που χάλασε μόνο λίγο προς το τέλος όταν ήρθε ο Κοκότοβιτς και το καλοκαίρι βρέθηκα μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Επρεπε να διαλέξω ανάμεσα στις σπουδές και στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο γιατί οι απαιτήσεις ήταν πια υψηλές και ήταν αδύνατο να συνδυαστούν και τα δύο μαζί, ειδικά από τη στιγμή που είχα περάσει στη Γυμναστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να γίνει αν είχα διαλέξει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και μάλιστα είχα μία πολύ καλή πρόταση από την ΕΑΡ τότε, για να πάω να παίξω εκεί στη Β’ Εθνική. Τελικά επέλεξα να πάω να σπουδάσω και στη Θεσσαλονίκη είχα την ευκαιρία να παίξω ερασιτεχνικά στον Αγροτικό Αστέρα και το Κορδελιό, οπότε δεν έμεινα και τελείως έξω από το ποδόσφαιρο».
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του επιστρέφει για ένα χρόνο στο νότο και στο Λεωνίδιο, όπου συναντά ένα εντυπωσιακό περιβάλλον: «Ολα ήταν ιδανικά, με τη διοίκηση Σαράντη δεν μας έλειπε τίποτα αλλά έγιναν πολλά τότε στη Γ’ Εθνική και δεν μας άφησαν να ανέβουμε κατηγορία. Κρίμα γιατί εκείνη η ομάδα άξιζε να ανέβει».
Στη «Μαύρη Θύελλα» γυρίζει το 1998 αλλά αυτή τη φορά πέφτει πάνω σε μία από τις χειρότερες χρονιές της στην Α’ Εθνική. Η απώλειες των Οφορίκουε, Δέδε, Κοψαχείλη και οι συνεχείς αλλαγές προπονητών (Πέτερσον, Τσάκωνας, Ζαϊρζίνιο, Τεννές, Αμορίν) φέρνουν τον υποβιβασμό στη Β’ Εθνική και ο Αντώνης Γεωργόπουλος θα αναζητήσει τη συνέχεια της καριέρας του στην Αθήνα, όπου θα αγωνιστεί σε Β’ και Γ’ Εθνική με Ηλυσιακό και Αγιο Δημήτριο.
Το 2004 επιστρέφει στον Πύργο Τριφυλίας και στο Μιλτιάδη, κατακτώντας μαζί του όχι μόνο το Τοπικό πρωτάθλημα της Μεσσηνίας, αλλά και την άνοδο στη Δ’ Εθνική. «Με τον Κατσούλα όλα είχαν μπει σε μία σειρά και δεν αναφέρομαι μόνο στο οικονομικό. Αλλά δυστυχώς με την αποχώρησή του δεν βρέθηκαν οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον διαδεχτούν. Γενικότερα έχουν αλλάξει πολλά σήμερα σε σχέση με την εποχή που εγώ ξεκινούσα. Για τη νεολαία το ποδόσφαιρο δεν προσφέρει το ίδιο κίνητρο, ούτε βέβαια και τις αμοιβές του παρελθόντος. Τα ενδιαφέροντα των νέων σήμερα είναι πολύ περισσότερα και δυστυχώς μακριά από τον αθλητισμό» τονίζει ο Βασίλης Γεωργόπουλος που εδώ και αρκετά χρόνια κατοικεί μόνιμα στο χωριό του και ασχολείται με αγροτικές καλλιέργειες, οι οποίες όπως υποστηρίζει μπορούν να προσφέρουν σε μία οικογένεια ένα ικανοποιητικό εισόδημα. «Πριν ξεκινήσω να ασχοληθώ με την καλλιέργεια της γης δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου ότι θα ήταν αυτό που θα έκανα μετά το ποδόσφαιρο. Οποιος έχει πραγματικά όρεξη για δουλειά και ασχοληθεί με τη γεωργία δεν πρόκειται να βγει χαμένος. Υπάρχει ζήτησε σε αγροτικά προϊόντα σε όλη την Ελλάδα και είναι μία δουλειά που τη σημερινή εποχή της κρίσης προσφέρει ένα ικανοποιητικό μεροκάματο».
Σήμερα η ενημέρωσή του γύρω από το μεσσηνιακό ποδόσφαιρο περιορίζεται στο διαδίκτυο, απ’ όπου μαθαίνει τα νέα κυρίως της «Μαύρης Θύελλας». Οπως, μάλιστα, υποστηρίζει αν δεν βρεθεί κάποιος ή κάποιοι που να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, δεν πρόκειται να έρθει η πολυπόθητη άνοδος: «Το χρήμα είναι αυτό που λείπει από την Καλαμάτα τα τελευταία χρόνια. Ενας παράγοντας με την οικονομική ισχύ του Παπαδόπουλου μπορεί εύκολα να την οδηγήσει και πάλι στη μεγάλη κατηγορία αλλά λόγω της κρίσης όλοι διστάζουν».
Ο κόσμος, είχε, όπως άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος πιο πάνω, πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιτυχίες του παρελθόντος, όταν γέμιζε το γήπεδο αλλά σήμερα ο μέσος όρος των θεατών δεν ξεπερνά τα 500 άτομα. «Ο κόσμος για να γυρίσει στο γήπεδο πρέπει να δει επιτυχίες και ένα άλλο κλίμα. Η ομάδα με τις νίκες της και το ποδόσφαιρο που παίζει είναι εκείνη που θα μαζέψει τους φιλάθλους γύρω της» καταλήγει ο Αντώνης Γεωργόπουλος.