Γεννημένος στο Πόγραδετς της Αλβανίας, ο Σπύρος Πιχιγιόνι ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 9 ετών. Πρώτος είχε έρθει ο πατέρας του, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, και στη συνέχεια κατάφερε να φέρει κοντά του και την υπόλοιπη οικογένεια – τη μητέρα του, τον ίδιο και τον αδερφό του. Από τότε και για τα επόμενα χρόνια, η Καλαμάτα έγινε το σπίτι του. Ένα περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, έζησε και αγάπησε το ποδόσφαιρο, έχοντας πλέον τόσο ελληνική όσο και αλβανική υπηκοότητα.
Όπως εξηγεί, τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα τα έκανε στη «Μαύρη Θύελλα». Στην Καλαμάτα γράφτηκε το πρώτο του δελτίο, με τη βοήθεια του Κώστα Πλακουδάκη – μια κίνηση που θυμάται με εκτίμηση μέχρι σήμερα. Αγωνίστηκε στην παιδική ομάδα για δύο χρόνια και έπειτα στην ομάδα νέων, της οποίας μάλιστα υπήρξε και αρχηγός. Το 2006 προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα, με προπονητή τον αείμνηστο Ανδρέα Μιχαλόπουλο. Παρότι δεν πρόλαβε να κάνει το ντεμπούτο του, αυτή η εμπειρία αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία του.
Η συνέχεια τον βρήκε στα γήπεδα της Δ’ Εθνικής και της Α’ Τοπικής Μεσσηνίας. Φόρεσε τις φανέλες του Απόλλωνα Πεταλιδίου, της Εράνης, του Μεσσηνιακού, του Ολυμπιακού Καλαμάτας, της Σπερχογείας, του ΑΟ Διαβολιτσίου, του Ακρίτα Κορώνης, του Τέλλου Άγρα, της Ανδρούσας και της ΑΕ Μάνης. Όμως, όπως παραδέχεται, από πολύ νωρίς ένιωθε ότι το ποδόσφαιρο για εκείνον δεν περιοριζόταν μόνο στο γήπεδο. Ήθελε να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω από αυτό, πώς χτίζονται ομάδες, πώς εξελίσσονται οι παίκτες. Το ενδιαφέρον του για την προπονητική ήταν διαρκές και ουσιαστικό. Το 2020 πήρε την πιο δύσκολη αλλά και καθοριστική απόφαση: να αφήσει πίσω την Ελλάδα και να μετακομίσει στην Αγγλία. Βρέθηκε στο Νότιγχαμ, εν μέσω πανδημίας, σε μια εποχή αβεβαιότητας. Ήξερε όμως τι ήθελε. Για τον πρώτο χρόνο θυμάται χαρακτηριστικά ότι δούλευε καθημερινά, χωρίς ρεπό, από 12 έως και 16 ώρες, ώστε να αποκτήσει μια οικονομική βάση και να μπορέσει να κυνηγήσει τους στόχους του με καθαρό μυαλό. Σημαντικό ρόλο στη μετάβασή του έπαιξε ο φίλος και πρώην συμπαίκτης του, Πάτρικ Ανδρέου, ο οποίος τον στήριξε από την πρώτη στιγμή, προσφέροντάς του φιλοξενία και βοήθεια. Χωρίς να διαθέτει ακόμη τα απαιτούμενα προπονητικά διπλώματα, ξεκίνησε μόνος του την αναζήτηση: μελέτησε τις διαδικασίες, εγγράφηκε στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Αγγλίας και άρχισε να εκπαιδεύεται. Το 2021 ήρθε η πρώτη μεγάλη ευκαιρία, όταν εντάχθηκε στο τεχνικό επιτελείο της ακαδημίας της Νοτς Κάουντι. Μιας ομάδας με μεγάλη ιστορία, που σήμερα αγωνίζεται στη League 2, την τέταρτη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Ξεκίνησε να εργάζεται με τα μικρότερα ηλικιακά γκρουπ, από την U10 έως την U13. Σταδιακά, χάρη στη δουλειά και την επιμονή του, του ανατέθηκαν περισσότερες ευθύνες. Πρόπερσι, συμμετείχε ως βοηθός προπονητή στην ομάδα U18, που αγωνίστηκε στο FA Youth Cup – έναν από τους πιο ιστορικούς θεσμούς του αγγλικού ποδοσφαίρου. Πλέον μετρά εμπειρία από όλα τα επίπεδα των τμημάτων υποδομής, από τα πρώτα βήματα μέχρι το αγωνιστικό όριο πριν την ανδρική ομάδα.
Η καθημερινότητά του στο προπονητικό κέντρο της Νοτς Κάουντι είναι γεμάτη προκλήσεις, αλλά και πλούσια σε ερεθίσματα. Κάθε ημέρα είναι μια ευκαιρία για μάθηση. Όπως λέει, ο μεγάλος του στόχος είναι να βρεθεί στον πάγκο μιας πρώτης ομάδας – όχι απαραίτητα της Νοτς Κάουντι, αλλά οποιασδήποτε ομάδας του δώσει την ευκαιρία να εφαρμόσει τη φιλοσοφία του, να αναλάβει ευθύνη και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε ανταγωνιστικό επίπεδο.
Μέχρι τότε, συνεχίζει να δουλεύει με υπομονή και συνέπεια. Από τα γήπεδα της Καλαμάτας μέχρι το Νότιγχαμ, η πορεία του αποδεικνύει πως όταν τα όνειρα συναντούν τη δουλειά και την πίστη, η απόσταση μεταξύ τους μικραίνει εντυπωσιακά.